Άλλη μια ανάλυση των αιτιων της χρεωκοπίας του Λιβάνου
Του Κώστα
Ράπτη
Το να
οδηγείται στη χρεοκοπία μία χώρα εκ των διεθνών "πρωταθλητών” στο δημόσιο
χρέος, η οποία επιπλέον βρίσκεται εδώ και μήνες σε οικονομική και πολιτική
περιδίνηση δεν είναι κάτι το παράδοξο. Ωστόσο, η στάση πληρωμών που κήρυξε η
Χώρα των Κέδρων το Σάββατο δεν παύει να προκαλεί αίσθηση: διότι είναι η πρώτη
φορά στην ιστορία του Λιβάνου που συμβαίνει κάτι αντίστοιχο – και διότι η
συγκυρία που επέτρεψε την συγκεκριμένη εξέλιξη σημαδεύεται από μεγάλες
πολιτικές και γεωπολιτικές προκλήσεις εντός και εκτός των συνόρων.
Ο Λιβανέζος
πρωθυπουργός Χασάν Ντιάμπ ανακοίνωσε το βράδυ του Σαββάτου ότι η Βηρυτός δεν θα
αποπληρώσει ομόλογο ύψους 1,2 δισ. δολαρίων, το οποίο λήγει την Δευτέρα 9
Μαρτίου, αλλά θα επιδιώξει αναδιάρθρωση του λιβανικού χρέους. Δύο ακόμη
ευρωομόλογα, ύψους αντιστοίχως 700 και 600 εκατ. δολαρίων, θα πρέπει να
αποπληρωθούν τον Απρίλιο και τον Ιούνιο, αλλά πιθανότατα θα ακολουθήσουν την
ίδια τύχη. Συνολικά εντός του 2020 θα πρέπει να καταβληθούν 4,6 δισ. δολάρια
για κεφάλαιο και τοκοχρεωλύσια.
Της
πρωθυπουργικής ανακοίνωσης προηγήθηκε σύσκεψη υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας
Μισέλ Αούν, με τη συμμετοχή του προέδρου της Βουλής Ναμπίχ Μπέρι, του κεντρικού
τραπεζίτη Ριάντ Σαλαμέ και του προέδρου της Ένωσης Λιβανικών Τραπεζών Σαλίμ
Σφέιρ.
Ο Ντιάμπ
επικαλέστηκε στο διάγγελμά του την δραματική έλλειψη συναλλαγματικών
διαθεσίμων. Πράγματι από το φθινόπωρο οι εισροές κεφαλαίων έχουν μειωθεί
δραματικά, η ανεργία και ο πληθωρισμός έχουν εκτοξευθεί, ενώ έχει επιβληθεί
όριο αναλήψεων από τραπεζικούς λογαριασμούς σε συνάλλαγμα. Η λίρα, η οποία από
το 1997 παραμένει προσδεδεμένη στο δολάριο, είδε επίσης την ισοτιμία της στην
παράλληλη αγορά να υποχωρεί ραγδαία. Ο Λίβανος, υπενθυμίζεται, καλύπτει το 80%
των αναγκών του από εισαγωγές.
"Η
απόφαση” τόνισε ο Λιβανέζος πρωθυπουργός δεν ήταν εύκολη. Προέκυψε μετά από
ανάλυση των διαθέσιμων επιλογών σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων των
οικονομικών και νομικών πτυχών. Ο Λίβανος” συμπλήρωσε "είναι χώρα που τιμά
τις υποχρεώσεις της. Ωστόσο, τη στιγμή αυτή το κράτος δεν είναι σε θέση να
ανταποκριθεί. Σε αυτό το φόντο, η κυβέρνηση θα επιδιώξει την αναδιάρθρωση των
χρεών κατά τρόπο που θα είναι συμβατός με το εθνικό συμφέρον, μέσω μιας
διαδικασίας διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές σε καλή πίστη και σε εναρμόνιση
με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές”.
"Πληρώνουμε
τα λάθη του παρελθόντος – ας μην τα κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας” ανέφερε
χαρακτηριστικά ο Ντιάμπ, ενώ στην δραματικότερη αποστροφή του επικαλέστηκε
πρόσφατες εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας ότι το 40% του λιβανέζικου
πληθυσμού απειλείται να περάσει στη ζώνη της φτώχειας. Ωστόσο, αναρωτιέται
κανείς πώς οι κλυδωνισμοί μιας στάσης πληρωμών θα μετριάσουν αυτό το αμείλικτο
στατιστικό στοιχείο – χωρίς καν να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι ο Λίβανος
μόλις εισήλθε, μάλλον απαράσκευος, στον αστερισμό της επιδημίας του κοροναϊού.
Η κακή
κληρονομιά
Ο Λίβανος των
6 εκατ. κατοίκων βαρύνεται με δημόσιο χρέος 92 δισ. δολαρίων που αντιστοιχεί
στο 170% του ΑΕΠ – κληροδότημα των ισορροπιών που δημιουργήθηκαν μετά τον
δεκαπενταετή εμφύλιο πόλεμο (1975-1990) στην άλλοτε "Ελβετία της Μέσης
Ανατολής”. Για την εξυπηρέτησή του υπολογίζεται ότι έχουν διατεθεί περίπου 68
δισ. δολάρια την τελευταία εικοσαετία, ήτοι το ένα τρίτο των κρατικών
προϋπολογισμών.
Καθώς η χώρα
διοικείται με βάση το γαλλικής αποικιακής εμπνεύσεως "δογματικό σύστημα”
(système confessionnel), που κατανέμει τις βουλευτικές έδρες και τα πολιτειακά
αξιώματα με συγκεκριμένες αναλογίες σε κάθε μία από τις 17 θρησκευτικές
κοινότητες, η πολιτική σκηνή είναι παραδομένη σε συγκεκριμένες διεφθαρμένες
"δυναστείες” με πελατειακή βάση, που συγκαλύπτουν η μία την άλλη,
επικαλούμενες πάντοτε τον φόβο της επιστροφής στο αιματηρό παρελθόν. Το
αποτέλεσμα είναι ο πλήρης δημοσιονομικός εκτροχιασμός, καθώς το κράτος έχει
συνάψει από τη δεκαετία του '90 δάνεια ληστρικού επιτοκίου με εγχώριες τράπεζες
διαπλεκόμενες με πολιτικά πρόσωπα, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις με σκανδαλώδεις
όρους έχουν αφήσει τις δημόσιες υποδομές, ιδίως τις ενεργειακές, σε κακή
κατάσταση, με το κράτος να συμπληρώνει τις "τρύπες” όλο και πιο συχνά.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι, με βάση τα στοιχεία του Ιανουαρίου, από τα 30 δισ. δολάρια
του πληρωτέου λιβανικού χρέους σε ευρωομόλογα τα 12,7 δισ. διακρατούνται από
τράπεζες του Λιβάνου, τα 5,7 δισ. από την Κεντρική Τράπεζα και μόνο το υπόλοιπο
από διεθνείς πιστωτές.
Η Ένωση
Λιβανικών Τραπεζών ήταν αντίθετη στη στάση πληρωμών, ενώ αρκετές τράπεζες
φέρεται το τελευταίο διάστημα να προχώρησαν σε "ξεφόρτωμα” ομολόγων τους
στην αγορά, δυσχεραίνοντας τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης. Ο Ντιαμπ,
όμως, είχε ένα μήνυμα και για αυτές, προαναγγέλλοντας αναδιάρθρωση του
χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος, όπως τόνισε "δεν έχουμε ανάγκη από έναν
τραπεζικό κλάδο τετραπλάσιο του όγκου της εθνικής οικονομίας”
Μολονότι δεν
αποκλείονται νομικές διεκδικήσεις από vulture funds εναντίον στοχείων
ενεργητικού του Λιβάνου (λ.χ. του εθνικού αερομεταφορέα ΜΕΑ ή των αποθεμάτων
χρυσού στην Αμερική), οι κυριότερες αντιδράσεις προβλέπεται λοιπόν να είναι
εσωτερικές.
Η πορεία
προς τη στάση πληρωμών
Ο συνδυασμός
αναδιάρθρωσης χρέους και διεθνούς βοήθειας έμοιαζε προ πολλού αναπόφευκτος. Ήδη
από τον Απρίλιο του 2018 συνεκλήθη στο Παρίσι διεθνής διάσκεψη υπό την επωνυμία
CEDRE και αποφάσισε την χορήγηση ενός πακέτου βοηθείας ύψους 11 δισ. δολαρίων,
το οποίο παραμένει αδιάθετο, καθώς δεν έχουν εκπληρωθεί οι όροι που το
συνόδευαν.
Τον περασμένο Φεβρουάριο
ο Ντιάμπ συναντήθηκε με αντιπροσωπεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ωστόσο
επίσημο αίτημα για βοήθεια δεν έχει υποβληθεί.
Η πιστοληπτική
ικανότητα του Λιβάνου βρίσκεται προ πολλού στην κατηγορία junk, ωστόσο την
επιφύλαξη των επενδυτών ενισχύει η πολιτική και κοινωνική αναταραχή που ξέσπασε
από τον Οκτώβριο και στην οποία άλλωστε οφείλει την ανάρρησή του στην εξουσία ο
Ντιάμπ. Οι επαναλαμβανόμενες διαδηλώσεις καταγγελίας της διαφθοράς του
πολιτικού προσωπικού διατάραξαν τις υφιστάμενες ισορροπίες. Το αποτέλεσμα ήταν
να σχηματισθεί (χωρίς πάντως αυτό να κατευνάσει την πλειοψηφία των διαδηλωτών)
η κυβέρνηση Ντιάμπ στις 21 Ιανουαρίου, η οποία σε σχέση με όλες τις
προηγηθείσες έχει την ιδιαιτερότητα να μην είναι "οικουμενική”.
Από την
"Επανάσταση των Κέδρων” του 2005 και μετά στη χώρα κονταροχτυπιούνται δύο
μεγάλα μπλοκ: αυτό της Χεζμπολάχ και των συμμάχων της (των σιιτών του κόμματος
Αμάλ, των Χριστιανών του κόμματος του νυν προέδρου της Δημοκρατίας Μισέλ Αούν
κ.ά.) και αυτό του Σουνίτη πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι, των δεξιών
Χριστιανών του Σαμίρ Ζαζά και του Δρούζου ηγέτη Ουαλίντ Τζουμπλάτ. Πρόκειται
για μία αντιπαράθεση όχι μόνο εσωτερική πολιτική, αλλά εν πολλοίς και
γεωπολιτική "δια αντιπροσώπων”, καθώς το πρώτο μπλοκ συντάσσεται με την
Τεχεράνη και τη Δαμασκό (άλλωστε η Χεζμπολάχ ως ένοπλη οργάνωση συμμετέχει στον
πόλεμο της Συρίας), ενώ το δεύτερο προσβλέπει στις αραβικές μοναρχίες και τη
Δύση.
Ωστόσο,
συμμετείχαν και τα δύο στις προηγούμενες κυβερνήσεις, σε αντίθεση με το
υπουργικό συμβούλιο του Ντιάμπ, το οποίο στηρίζεται μόνο στην πλειοψηφία περί
τη Χεζμπολάχ και τον πρόεδρο Αούν, αν και με αυξημένη συμμετοχή τεχνοκρατών και
γυναικών στο υπουργικό συμβούλιο. Προφανώς, η πολιτική φυσιογνωμία της
κυβέρνησης την καθιστά περισσότερο επιφυλακτική απέναντι στους όρους (όχι μόνο
στενά οικονομικούς) τους οποίους μπορούν να θέσουν οι ελεγχόμενοι από τη Δύση
διεθνείς θεσμοί, λιγότερο πρόθυμη να συμβιβαστεί με τα ιδιαίτερα συμφέροντα των
εγχώριων αντιπάλων της και περισσότερο ευαίσθητη στην διάχυτη κοινωνική
δυσαρέσκεια - την οποία αναμφίβολα θα κλιμακώσουν τυχόν μέτρα ασύμμετρης
λιτότητας, εξ ού και ο πρωθυπουργός έσπευσε να προαναγγείλει μέτρα προστασίας
των μικροκαταθετών και δημιουργίας κοινωνικού "δικτύου ασφαλείας”.
Από την άλλη
πλευρά, πάντως, η συγκρουσιακή διάθεση όλων των παικτών της δημόσιας ζωής του
Λιβάνου έχει όρια, η διαπλοκή των συμφερόντων είναι λαβυρινθώδης και ο φόβος
της διεθνούς απομόνωσης αντικειμενικός. Άρα η κυβέρνηση Ντιάμπ καλείται να
ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου