Έκδοση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση
Ευρωπαϊκή Ένωση: Μύθος και Πραγματικότητα
> ΑΞΙΟΒΙΩΤΗ ΖΩΗ, ΕΙΡΗΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ‒ ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΠΛΟΥΤΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Ο ΛΑΟΣ
> ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ, ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ!
> ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
1. Η γενική θέση και ο ρόλος της ΕΕ στην ταξική πάλη στην ελληνική κοινωνία
Τα πρώτα βήματα για τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ως μορφή καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ξεκίνησαν το 1957. Τέσσερα μόλις χρόνια μετά (1961) η Ελλάδα υπογράφει την πρώτη Συνθήκη Σύνδεσης. Σχεδόν από την αρχή η ελληνική αστική τάξη επιχείρησε να παρουσιάσει το δικό της ταξικό συμφέρον για μια δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, αντίστοιχη με αυτήν της κεφαλαιοκρατικής Δύσης, ως ανάγκη και «ευκαιρία» για την ελληνική κοινωνία συνολικά. Η «στήριξη» αυτής της στρατηγικής της ελληνικής αστικής τάξης από το ευρωπαϊκό (αλλά και το αμερικανικό) κεφάλαιο ήταν απλόχερη κυρίως για λόγους γεωπολιτικούς. Μόλις 9 χρόνια νωρίτερα (1952) η Ελλάδα έχει γίνει μέλος του ΝΑΤΟ.
Εξαρχής οι δύο αυτές κορυφαίες επιλογές του αστικού πολιτικού κόσμου, η ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, αποτελώντας οργανικά μέρη μιας ενιαίας στρατηγικής που συνέπλεκε πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Και για τις δύο αυτές επιδιώξεις η ανερχόμενη αστική τάξη της Ελλάδας χρειαζόταν επιτακτικά τη στήριξη της «δυτικής» κεφαλαιοκρατίας, κυρίως τη ροή χρήματος (και την επιβολή πολιτικών), αλλά και τους πολιτικούς και στρατιωτικούς μηχανισμούς που αυτή ανέπτυσσε.
Ολόκληρη η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, της ταξικής και πολιτικής διαπάλης σε αυτή σφραγίζεται από τη συζήτηση και την αντιπαράθεση σχετικά με τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή στρατηγική» της αστικής τάξης της χώρας.
Στη συνέχεια, εν μέσω διαδοχικών τομών στην ίδια την υπόσταση της ΕΟΚ/ΕΕ, έχουμε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997, με πρώτη αναφορά στο Σύμφωνο Σταθερότητας, και κυρίως τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2000, όπου μπήκαν οι στόχοι των αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων σε όλους τους τομείς (εργασία, παιδεία, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.). Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία σε 12 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στο εξής οι συνασπισμένες αστικές τάξεις, μέσω των κυβερνήσεών τους στα κράτη-μέλη, αλλά και των ενισχυμένων υπερεξουσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), έχουν τα «χέρια» τους λυμένα.
Το παζλ πλέον έχει συμπληρωθεί. Η ένταξη και παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ υπηρετεί μια τριπλή στρατηγική: κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού, πολιτική σταθεροποίηση του αστικού συστήματος.
- κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη έχει ως «καύσιμη ύλη» τη λιτότητα, την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, την καταβαράθρωση των δημόσιων κοινωνικών πολιτικών.
- Η αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο της ΕΕ σημαίνει «σάρωμα» της μικρής και μεσαίας αγροτικής και βιοτεχνικής οικονομικής δομής με ταυτόχρονη ανάδυση ισχυρότερων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ελληνικών και ευρωπαϊκών.
- Η πολιτική σταθεροποίηση του αστικού συστήματος σημαίνει αυτό που είδαμε στη φάση της ελληνικής κρίσης του 2012-2015. Όταν τα κόμματα στην Ελλάδα παρουσίασαν αδυναμία να διαχειριστούν την κρίση και τον λαϊκό ξεσηκωμό, έσπευσε όλος ο μηχανισμός της ΕE για να σώσει και να ανασυγκροτήσει το αστικό μπλοκ εξουσίας. Τότε κρίθηκαν και οι πολιτικές δυνάμεις στον βασικό τους ρόλο: Την επομένη ενός αυθάδους μαζικού «ΟΧΙ» σε ποσοστό 63%, όλα τα κόμματα, και το ΚΚΕ, βρέθηκαν μαζί στο Προεδρικό Μέγαρο να στηρίζουν την κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ με το επιχείρημα ότι «έξω από το ευρώ έρχεται καταστροφή».
Σήμερα, η ΕΕ βρίσκεται σε κρίση και ταυτόχρονα σε μετάβαση. Γενικότερα ο διεθνής καπιταλισμός διανύει φάση τελματώδους στασιμότητας. Οι πολύμορφοι ανταγωνισμοί οξύνονται. Ο καπιταλιστικός κόσμος πολώνεται σε έναν σκληρό ανταγωνισμό δύο βασικών πόλων-μπλοκ για την παγκόσμια ηγεμονία: «δυτικές» δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) από τη μια και ο ανερχόμενος υπό διαμόρφωση πόλος κρατών και οικονομιών (Κίνα, Ρωσία, BRICS) από την άλλη, με ισχυρή παρέμβαση και κεντρικό ρόλο της Κίνας και της Ρωσίας. Από πολιτική και ταξική άποψη πρόκειται για δύο αντιδραστικά καπιταλιστικά μπλοκ τα οποία για την επίτευξη της παγκόσμιας ηγεμονίας τους έχουν στόχο και μέσο τη συντριβή της εργατικής τάξης στις χώρες τους και διεθνώς. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο στοιχείο για την Αριστερά και τις δυνάμεις της κομμουνιστικής απελευθέρωσης η πλήρης ανεξαρτησία τους και από τους δύο πόλους του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Στην ίδια την ΕΕ ενισχύονται η στροφή στον πόλεμο, η επιβολή σκληρής, διαρκούς λιτότητας με βάση το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η αντιδημοκρατική/ολοκληρωτική στροφή και επιταχύνεται η καταστροφή της φύσης στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης». Πάνω σε αυτό το έδαφος αναπτύσσονται πολύπλευρες αντιθέσεις και στοιχεία κρίσης στο εσωτερικό της.
Η θέση απόλυτης εναντίωσης στην ΕΕ με στόχο τη διάλυσή της και κρίκο επίτευξής του την άμεση έξοδο της Ελλάδας από αυτή, σε συνδυασμό με τη διεκδίκηση μιας αντικαπιταλιστικής/σοσιαλιστικής/διεθνιστικής προοπτικής, αποτελεί περισσότερο από ποτέ «λυδία λίθο» για την Αριστερά.
2. Οι οικονομικές συνέπειες της ΕΕ και της Ευρωζώνης στον ελληνικό καπιταλισμό
Η ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ προβλήθηκε και προβάλλεται από τις ηγετικές μερίδες του κεφαλαίου και από τις αστικές κυβερνήσεις ως μια επιλογή που εξυπηρετεί τρεις στόχους:
α. Συμβάλλει στον «εκσυγχρονισμό-ανάπτυξη» της ελληνικής οικονομίας, συνεπώς στη βελτίωση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και στη θωράκισή της από ενδεχόμενους κινδύνους.
β. Συμβάλλει στην «εδραίωση της δημοκρατίας» (ο Καραμανλής δήλωνε τη δεκαετία του 1960: «Τους παραχωρήσαμε τον ορυκτό μας πλούτο ως αντάλλαγμα της βοήθειάς τους για τη στερέωση των δημοκρατικών θεσμών»).
γ. Συμβάλλει στην «άμυνα-προστασία της χώρας» από ενδεχόμενους εξωτερικούς κινδύνους και απειλές.
Τι αποδείχθηκε; Ακριβώς το αντίθετο, με πρώτο και κύριο θύμα την εργαζόμενη πλειοψηφία, τις ανάγκες και τα δικαιώματά της, το βιοτικό επίπεδο και τις ελευθερίες της.
Συγκεκριμένα, το θεμελιακό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΟΚ αρχικά και της ΕΕ αργότερα (ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, υπηρεσιών και προσώπων, ευρώ, προτεραιοποίηση της ελεύθερης αγοράς και της ανταγωνιστικότητας, Κοινή Αγροτική Πολιτική κ.λπ.):
- Οδήγησε στη μείωση των εργατικών αποδοχών ‒καθώς οι σχετικά μικρού μεγέθους και παραγωγικότητας ελληνικές επιχειρήσεις είχαν μόνο έναν δρόμο για να γίνουν ανταγωνιστικές (δηλαδή να πουλούν πιο φτηνά) σε μια πανευρωπαϊκή αλλά και ελληνική αρένα όπου κυριαρχούν οι μονοπωλιακοί κολοσσοί‒ και στην αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων σε πιο εκμεταλλευτική βάση – με ή χωρίς μνημόνια.
- Ενίσχυσε την τάση εμπορευματοποίησης-ιδιωτικοποίησης τόσο σε τομείς που αφορούν τα δημόσια αγαθά (παιδεία, υγεία, ασφάλιση, συγκοινωνία, μεταφορές κ.λπ.) όσο και σε άλλους τομείς όπου δραστηριοποιούνταν το ελληνικό κράτος (π.χ. ναυπηγεία, μεταλλεία, τράπεζες) και παράλληλα την τάση λειτουργίας υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (δημόσιων αγαθών) με ιδιωτικοοικονομικά-αγοραία κριτήρια ή μέσω Συμπράξεων Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), κάνοντάς τες δυσπρόσιτες σε πλατιά λαϊκά στρώματα.
- Οδήγησε σε ενίσχυση της θέσης των πολυεθνικών ή με πολυεθνική διαπλοκή επιχειρήσεων (ελληνικής ή μη αφετηρίας) και σε συντριβή μεσαίων στρωμάτων στην ύπαιθρο (αγρότες) και στην πόλη είτε σε απόλυτη εξάρτησή τους από τις πολυεθνικές της αγροτοδιατροφής, του εμπορίου κ.λπ. Αυτό με τη σειρά του προκάλεσε αύξηση της τιμής πολλών προϊόντων (είτε παράγονται εγχώρια είτε είναι εισαγόμενα), την αντικατάσταση πολλών εγχώρια παραγόμενων αγαθών με εισαγόμενα και τη συνεπακόλουθη αύξηση της ανεργίας, καθώς και την περιστολή ή και κατάργηση της δυνατότητας σύναψης εμπορικών σχέσεων ή προμήθειας ενεργειακών πόρων από χώρες που δεν επέτρεπε η ΕΕ.
- Τα πολυδιαφημισμένα ευρωπαϊκά κονδύλια (από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα [ΜΟΠ] και τα πακέτα Ντελόρ έως τα Εταιρικά Σύμφωνα για το Πλαίσιο Ανάπτυξης [ΕΣΠΑ], τον Μηχανισμό Στήριξης και το Ταμείο Ανάκαμψης) διοχετεύθηκαν κυρίως στις μεγάλες επιχειρήσεις. Ελάχιστα οφέλη είχαν για τα πλατιά λαϊκά στρώματα σε βάθος χρόνου και φυσικά δεν χορηγήθηκαν «άνευ ανταλλάγματος». Έτσι, ο «εκσυγχρονισμός» που έφεραν και η αναδιάρθρωση που πριμοδότησαν είχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (αποτυπώνονταν στα «κριτήρια επιλεξιμότητας» που έθετε η ΕΕ προκειμένου να χρηματοδοτήσει μια δράση), τα οποία ενίσχυαν τις προαναφερθείσες κατευθύνσεις.
- Δεν οδήγησε σε καμία «σύγκλιση». Αντίθετα, αύξησε την απόσταση με τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η Ελλάδα το 2009 κατείχε τη 14η θέση στην Ευρώπη με βάση το ΑΕΠ, το 2015 εξαιτίας της εφαρμογής των μέτρων των δύο Μνημονίων «κατέβηκε» στην 22η και το 2019 λόγω του τρίτου Μνημονίου στην 26η, στην οποία και παρέμεινε το 2022.
- Τέλος, η συμμετοχή στην ΕΕ και η ύπαρξη του ευρώ, αντί να αποτελούν παράγοντες που «προστατεύουν από ενδεχόμενες οικονομικές κρίσεις», όπως μας έλεγαν, τις τροφοδοτούν ή μεταφέρουν στην Ελλάδα κρισιακούς τριγμούς και αστάθειες που έχουν την αφετηρία τους αλλού. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα το 2010-2011. Όσο για την «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» και τη «βοήθεια» που παρέχει η ΕΕ σε περιπτώσεις κρίσης, τα Μνημόνια έδειξαν πέραν πάσης αμφισβήτησης πως το «φάρμακο είναι φαρμάκι» και η «βοήθεια» είναι όχημα λεηλασίας των εργατικών και νεολαιίστικων αναγκών. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από την περίοδο των Μνημονίων, τότε που η ΕΕ φόρτωσε στον ελληνικό λαό τη διάσωση των γερμανικών, γαλλικών και ελληνικών τραπεζών, επιβάλλοντας έναν δυσβάσταχτο δανεισμό και τρία Μνημόνια για τον σκοπό αυτό, ώστε να πληρώσει τη «διάσωση» ο λαός.
- Όσο για την ουσία και το περιεχόμενο της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», είναι αποκαλυπτικές οι διαμάχες για τις μάσκες και τα εμβόλια την περίοδο της πανδημίας, αλλά και για το ποια χώρα θα ξεφορτωθεί την «καυτή πατάτα» των μεταναστευτικών ροών, που καταδεικνύουν πως η «αλληλεγγύη» αυτή είναι ένα «πουκάμισο αδειανό».
Σήμερα η ΕΕ προετοιμάζει για τους λαούς ένα νέο πρόγραμμα «Σταθερότητας και Ανάπτυξης», πρόγραμμα σκληρής και μόνιμης λιτότητας, που θα τεθεί σε ισχύ από την 1.1.2025. Σύμφωνα με αυτό, τα δημοσιονομικά κριτήρια που οδήγησαν στην καταστροφική ύφεση του 2008-2015 γίνονται ακόμα σκληρότερα. Το έλλειμμα από 3% περιορίζεται στο μισό (1,5% του ΑΕΠ), ενώ κάθε χρόνο το χρέος θα πρέπει να παρουσιάζει ετήσια μείωση κατ’ ελάχιστο 1% του ΑΕΠ.
Αν στην «ετήσια μείωση» προσθέσουμε τους τόκους που πρέπει να εξυπηρετούνται, τότε το ποσό του χρέους ανεβαίνει περίπου στα 10 δισ. € (!), καθώς οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του χρέους για το 2023 θα φτάσουν στα 7,37 δισ. €, αυξημένοι κατά 1,2 δισ. € λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων που αποφάσισε η ίδια η ΕΚΤ (!).
Η αύξηση του χρέους σε όλες τις χώρες της Ευρώπης λόγω κρίσης και πανδημίας απαντιέται με μια τρομακτική επιλογή δημοσιονομικής λιτότητας σε όλους τους τομείς (παιδεία, υγεία, περιβάλλον, επενδύσεις), εκτός των πολεμικών δαπανών, που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ελλείμματος! Για τον πόλεμο λεφτά υπάρχουν…
3. Η στροφή της ΕΕ στον πόλεμο. Προστατεύει η ΕΕ την ειρήνη;
Η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών οδηγούν τους λαούς της Ευρώπης ολοταχώς στον δρόμο της πολεμικής προετοιμασίας και στο σφαγείο του πολέμου. Δεν είναι μόνο η «ολόπλευρη στήριξη στην Ουκρανία», είναι το γενικό κλίμα στρατιωτικοποίησης που φυσάει στην Ευρώπη, που φτάνει έως την πολιτική και ψυχολογική προετοιμασία για την αποστολή χερσαίων στρατευμάτων στην Ουκρανία, με πρωτεργάτη τη Γαλλία και τον Μακρόν, και την εμπλοκή σε πόλεμο με τη Ρωσία!
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ δήλωσε πως «η Ευρώπη πρέπει να περάσει σε λειτουργία οικονομίας πολέμου»! Έτσι, η ΕΕ τον Φεβρουάριο αναθεώρησε τον προϋπολογισμό της δίνοντας 50 δισ. € στην Ουκρανία για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Με το… αζημίωτο βεβαίως, καθώς τα 33 από αυτά είναι δάνεια. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ έκαναν τα πάντα για να σπρώξουν την Ουκρανία στον πόλεμο υποστηρίζοντας μαζί με τους φασίστες το Μαϊντάνˑ τώρα «ενισχύουν» με δάνεια την Ουκρανία για να συνεχίσει τον πόλεμο με τους Ρώσους και παράλληλα να την αγοράσουν ολόκληρη! Τέτοια είναι η κυνική δήθεν προσήλωσή τους στα «ιδεώδη της δημοκρατίας».
Η ΕΕ συνεχίζει και επεκτείνει τις οικονομικές κυρώσεις της απέναντι στη Ρωσία, αλλά και στις χώρες που συνεργάζονται μαζί της, κλιμακώνοντας έναν παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο με τεράστιες επιπτώσεις στους λαούς.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία, ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος των καπιταλιστικών αντιθέσεων, απειλεί να βυθίσει την ανθρωπότητα στον όλεθρο. Η ΕΕ από την αρχή της σύγκρουσης παίζει μαζί με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ρόλο όξυνσης.
Ήδη το 2022 οι στρατιωτικές δαπάνες στην ΕΕ είχαν αυξηθεί κατά 38% σε σχέση με το 2018: από 173,5 σε 239,7 δισ. €. Κάθε πολίτης της ΕΕ πλήρωσε το 2022 534 € κατά μέσο όρο για εξοπλισμούς και τον στρατό. Τα τελευταία δύο χρόνια η στρατιωτική παραγωγική ικανότητα της ΕΕ αυξήθηκε κατά 50%. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ίδρυσε ξεχωριστό «Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας» με προϋπολογισμό 8 δισ. €, ενώ επιτράπηκε η υπέρβαση του κρατικού ελλείμματος εάν είναι για όπλα! Περικόπτονται κονδύλια που αφορούν την ανεργία, τη φτώχεια, την παιδεία και την υγεία και αυξάνονται οι πολεμικές δαπάνες.
Η ΕΕ στηρίζει τη σφαγή στη Γάζα και το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ μιλώντας για «το δικαίωμα του Ισραήλ να αμύνεται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο», αλλά και εξοπλίζοντάς το. Έχει τα χέρια της βουτηγμένα στο αίμα του παλαιστινιακού λαού! Έστειλε πολεμικό στόλο στην Ερυθρά Θάλασσα με την επιχείρηση «Aspides», την πιο μεγάλη πολεμική επιχείρηση της ΕΕ, ενάντια στην Υεμένη, προασπίζοντας τα συμφέροντα του Ισραήλ, αλλά και των επιχειρηματικών κολοσσών (και του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου).
Όλα αυτά δείχνουν πως η ΕΕ όχι μόνο δεν είναι παράγοντας «σταθερότητας και ειρήνης» αλλά αποτελεί σφηκοφωλιά πολέμου. Όχι μόνο δεν είναι ανταγωνιστική ή εναλλακτική στο ΝΑΤΟ, αλλά συνεργάζονται πλήρως. Για μια ακόμα φορά το σύνθημα «ΕΕ και ΝΑΤΟ πολέμου συνδικάτο» επιβεβαιώνεται. Η ΕΕ θέλει να εκφράσει και αυτοτελώς στρατιωτικά τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, αλλά αυτό ενισχύει την πολεμική απειλή, δεν τη μειώνει.
Ειρήνη και φιλία των λαών. Καμία εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο του κεφαλαίου στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Λευτεριά στην Παλαιστίνη ‒ αλληλεγγύη στους δίκαιους αγώνες των λαών όλου του κόσμου. Ήττα/ανατροπή της πολεμικής εκστρατείας των αστικών τάξεων, πάλη ενάντια στους θηριώδεις πολεμικούς εξοπλισμούς, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και στον αντιδραστικό ανταγωνισμό ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης. Να διαλυθεί ο αντιδραστικός, πολεμικός άξονας Ελλάδας-ΗΠΑ-Κύπρου-Ισραήλ και κάθε πολεμική συμμαχία της ελληνικής αστικής τάξης. Έξω οι βάσεις. Έξοδος από το ΝΑΤΟ. Όχι στις ΑΟΖˑ να μη γίνουν οι θάλασσες πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων των πολυεθνικών της ενέργειας και των κρατών, καθώς και περιβαλλοντικής καταστροφής με τις εξορύξεις.
4. Η θεσμική συγκρότηση της ΕΕ και ο ρόλος της στην αντιδραστική στροφή. Προστατεύει η ΕΕ τη δημοκρατία και τα δικαιώματα;
Η καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ αποτελεί την πιο προωθημένη και πιο αντιδραστική σχέση εθνικού-διεθνικού κεφαλαίου. Το «εθνικό» κράτος εκχωρεί λειτουργίες του στους υπερεθνικούς θεσμούς της ΕΕ και με αυτή την έννοια αποδυναμώνεται. Από την άλλη μεριά, μέσω της ΕΕ ενισχύεται απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό του», την εργατική τάξη, τους εργαζόμενους, τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Δυναμώνει γιατί σε κάθε ζήτημα, σε κάθε αντιλαϊκή επιλογή επιβάλλεται στον «εχθρό-λαό» με τη δύναμη του διεθνούς καπιταλισμού. Πόσες φορές δεν ακούσαμε: «αποτελεί απόφαση της ΕΕ, δεν αλλάζει»; Αυτή η διπλή διαδικασία της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης οδηγεί σε διπλή έξαρση του κοσμοπολιτισμού («μένουμε Ευρώπη», «πάνω απ’ όλα η Ευρώπη» ακόμα και ενάντια στα «συμφέροντα της χώρας» και σίγουρα ενάντια στα συμφέροντα του λαού) και του σοβινισμού-εθνικισμού.
Η ίδια η ΕΕ είναι ένα καπιταλιστικό οικοδόμημα βαθιά αντιδημοκρατικό και αντιδραστικό, που καταργεί ακόμα κι αυτά τα μικρά ψήγματα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Πραγματική εξουσία στην ΕΕ είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή της ΕΕ, η περιβόητη Κομισιόν. Πρόκειται για σώμα διορισμένων τεχνοκρατών, πλήρως ανεξέλεγκτων από τους λαούς. Σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ): «Η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία. […] τα μέλη της Επιτροπής δεν επιζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από κυβερνήσεις, θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα ή οργανισμούς» (άρθρο 17)! Η Επιτροπή προτείνει τους νόμους, που είναι υποχρεωτικοί για τα κράτη-μέλη (οδηγίες, κανονισμούς, συστάσεις).
Το Ευρωκοινοβούλιο, παρότι εκλεγμένο, απλώς γνωμοδοτεί. Πρόκειται για εντελώς συμβουλευτικό όργανο, διακοσμητικό: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο […] ασκεί καθήκοντα πολιτικού ελέγχου και συμβουλευτικά καθήκοντα υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες. Εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής» (άρθρο 14 ΣΕΕ).
Το Συμβούλιο της ΕΕ (οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ή οι εκάστοτε υπουργοί) είναι το καθοριστικό όργανο που αποφασίζει («Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο παρέχει στην Ένωση την αναγκαία για την ανάπτυξή της ώθηση και καθορίζει τους γενικούς της πολιτικούς προσανατολισμούς και προτεραιότητες»ˑ άρθρο 15 ΣΕΕ). Δεν υπάρχει ισοτιμία στις αποφάσεις, αφού υπάρχει διαφορά ισχύος και ψήφων ανάμεσα στα μεγάλα και τα μικρά κράτη. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου (αρχηγών κρατών ή εκάστοτε υπουργών) παίρνονται με απλή ή ειδική πλειοψηφία, σπανίως με ομοφωνία (π.χ. σε θέματα εξωτερικής πολιτικής). Η ομοφωνία (δικαίωμα βέτο) συνεχώς περιορίζεται και τείνει σε πλήρη κατάργηση.
Η κυριαρχία της αγοράς και η κατάργηση των δημόσιων αγαθών κατοχυρώνονται στη Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ). Αποτελούν δομικό της στοιχείο. Στο άρθρο 107 της ΣΛΕΕ προβλέπεται ότι: «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών-μελών συναλλαγές». Με το άρθρο αυτό καταργείται η έννοια των δημόσιων αγαθών και εξισώνονται δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτό οδηγήθηκαν σε ξεπούλημα τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά ή η ΛΑΡΚΟ. Πρόκειται για τον θεσμοποιημένο στη Συνθήκη δημιουργίας της ΕΕ «νεοφιλελεύθερο» οδοστρωτήρα.
ΕΕ είναι βαθιά αντικομμουνιστική. Καθιέρωσε την ημέρα της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης (9 Μάη 1945) ως «Ημέρα της Ευρώπης» και από το 2009 κι ύστερα τη γιορτάζουν ως ημέρα «κατά του ναζισμού και του κομμουνισμού» (με απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου, με ειδικά «προγράμματα» και χρηματοδοτήσεις)! Πρόκειται για κατάπτυστη διαστρέβλωση του νοήματος της αντιφασιστικής νίκης, χυδαία πλαστογράφηση της ιστορίας, συκοφάντηση της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης και του Ολοκαυτώματος, ξέπλυμα του Χίτλερ, των γερμανοτσολιάδων, των ταγματασφαλιτών, των νεοφασιστών και μεταφασιστών επιγόνων τους, που ξανασηκώνουν επικίνδυνα κεφάλι σε όλη την Ευρώπη.
Η ΕΕ αποτελεί εμπόδιο και αντίπαλο σε κάθε δημοκρατικό δικαίωμα: Η σκληρή πραγματικότητα απέδειξε ότι δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να ασκηθεί δημοκρατική και φιλολαϊκή πολιτική εντός της ΕΕ.
Η υποτιθέμενη συμβολή της ΕΟΚ/ΕΕ στην εδραίωση της δημοκρατίας είναι μια απάτη:
- Η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ δεν λειτούργησε αποτρεπτικά στην επιβολή της Χούντας το 1967.
- Οι θεσμοί, οι μηχανισμοί και ο τρόπος λειτουργίας της ΕΕ είναι αδιαφανείς και απολύτως αποστειρωμένοι από τη λαϊκή επίδραση-παρέμβαση – το ομολογούν άλλωστε οι ίδιοι, μιλώντας για «δημοκρατικό έλλειμμα». Αντιθέτως, είναι πάμπολλα τα «νήματα» που τους συνδέουν με το πολυεθνικό κεφάλαιο και τους λομπίστες του. Πλήθος τα παραδείγματα αυτής της ολέθριας σχέσης, αλλά και τα σκάνδαλα που έχουν αποκαλυφθεί (με πιο πρόσφατες τις υποθέσεις Καϊλή για το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Σαουδική Αραβία και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τα εμβόλια).
- Η ανοιχτή καταστολή είναι στην ημερήσια διάταξη σε όλες τις χώρες της ΕΕ όποτε κάποιο κίνημα (αγρότες πρόσφατα, Κίτρινα Γιλέκα, εργαζόμενοι στην περίοδο της ψήφισης των Μνημονίων κ.λπ.) αμφισβητεί πλευρές της κοινοτικής πολιτικής, χωρίς κανένα όργανο της ΕΕ να έχει καταγγείλει αυτά τα φαινόμενα.
- Στην ιστορία της ΕΕ τα δημοψηφίσματα αποτελούσαν «αναγκαίο κακό», καθώς συνήθως αναδείκνυαν το δημοκρατικό έλλειμμα και την έλλειψη λαϊκής νομιμοποίησης του εγχειρήματος. Πολλές είναι οι περιπτώσεις όπου ασκήθηκαν πιέσεις για ματαίωση δημοψηφισμάτων τα οποία αρνήθηκαν Συνθήκες της ΕΕ. Σε ορισμένες από αυτές μάλιστα είδαμε ένα δημοψήφισμα να επαναλαμβάνεται μέχρι να βγει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε η ΕΕ! Πιο τρανταχτό παράδειγμα, η περίπτωση της Ιρλανδίας, η οποία υποχρεώθηκε να ψηφίσει ξανά και ξανά για τις Συνθήκες της Νίκαιας και της Λισαβόνας μέχρι να δώσει τη «σωστή απάντηση»! Ειδικά τα τελευταία 25 χρόνια, η ΕΕ έχει χάσει σχεδόν όλα τα κρίσιμα δημοψηφίσματα, ενώ αρκετά εγκρίθηκαν με πολύ χαμηλή (και φθίνουσα) συμμετοχή. Το 2000 στη Δανία, το 2001 στην Ιρλανδία, το 2003 στη Σουηδία, το 2005 στη Γαλλία και την Ολλανδία, το 2008 στην Ιρλανδία και το 2015 στην Ελλάδα απορρίφθηκαν όλες σχεδόν οι κεντρικές πολιτικές αποφάσεις της ΕΕ, καθώς και το πολυδιαφημισμένο «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Στις περισσότερες περιπτώσεις η καταδικαστική ψήφος για την ΕΕ αγνοήθηκε (Ελλάδα, Γαλλία, Ολλανδία) και ανατράπηκε ή έδωσε τη σειρά της σε νέο δημοψήφισμα.
Ακόμη πιο καταλυτική και γενικευμένη είναι σε όλη την ΕΕ η παρακολούθηση, ο έλεγχος και η χειραγώγηση των πολιτών μέσω της υφαρπαγής, επεξεργασίας και αξιοποίησης των προσωπικών δεδομένων τους στο διαδίκτυο από εταιρείες, κράτη και κατασταλτικούς μηχανισμούς. Αυτά που συνέβησαν στην Ελλάδα δεν είναι παρά κάποιες σταγόνες σε έναν ωκεανό αντίστοιχων περιπτώσεων που αφορούν εκατομμύρια πολίτες και δείχνουν πόσο κενές περιεχομένου είναι οι διακηρύξεις περί σεβασμού των ατομικών ελευθεριών και των προσωπικών δεδομένων, τείνοντας να ακυρώσουν στην πράξη την έννοια της ελεύθερης βούλησης και να εδραιώσουν ένα αδιόρατο μεν αλλά άκρως ανελεύθερο και καταπιεστικό καθεστώς, που είναι πανταχού παρόν.
Δημοκρατικά δικαιώματα και λαϊκές ελευθερίες σε αντιπαράθεση με το μόνιμο καθεστώς αναστολής τους, τις παρακολουθήσεις, τις απαγορεύσεις, την αστυνομοκρατία, τις διώξεις, τα πρόστιμα, την κατάργηση του δικαιώματος στη διαδήλωση, στη συνδικαλιστική δράση, στην απεργίαˑ σε ρήξη με το κράτος του κυβερνητικού ολοκληρωτισμού, στην προοπτική του τσακίσματός του. Διάλυση των ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΔΡΑΣΗ, ΟΠΚΕ και όλων των μηχανισμών παρακολούθησης της Αριστεράς και του κινήματος. Όχι στα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα. Πάλη ενάντια στην αντιδραστική αναμόρφωση του τοπικού κράτους.
5. ΕΕ και εργασία: βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, θωράκιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου
Όλο το καθεστώς της «ευέλικτης» και χωρίς δικαιώματα απασχόλησης που ζούμε σήμερα οργανώθηκε και έγινε κατεύθυνση της ΕΕ με τη Λευκή Βίβλο το μακρινό 1993 στη Σύνοδο Κορυφής στις 10-11/12/1993.
Ήδη από τότε αναφερόταν σε αυτή: «Όσον αφορά την κατανομή του χρόνου εργασίας, έχουν γίνει προτάσεις για υπολογισμό των ωρών εργασίας σε ετήσια βάση ή για θέματα μείωσης των ωρών εργασίας σε περιόδους ύφεσης». Ή ακόμα: «[...] η εσωτερική ευελιξία μεγιστοποιεί την επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και τη συμμετοχή. Εναπόκειται στις επιχειρήσεις να τη βελτιώσουν μέσω των δυνατοτήτων πολύπλευρης απασχόλησης, της ολοκληρωμένης οργάνωσης της εργασίας, της ευελιξίας του χρόνου εργασίας (ανάπτυξη της μερικής ή της καταμερισμένης εργασίας) και των αμοιβών με βάση την απόδοση».
Αυτή η Λευκή Βίβλος της ΕΕ είναι η πολεμική βάση από την οποία ξεκίνησε εδώ και 30 χρόνια η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα ‒τα ευέλικτα ωράρια, οι συμβάσεις ορισμένου ή και μηδενικού χρόνου κ.λπ.‒ και την οποία ακολουθούν διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις (νεοφιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές, συντηρητικές ή προοδευτικές).
Προωθεί την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης για τη θωράκιση και την αύξηση της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, για την ενίσχυση της θέσης τους απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές.
Στη Λευκή Βίβλο, η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας είναι μέρος μόνο μιας ολόκληρης δέσμης μέτρων που αφορούν τη γενίκευση των «ευέλικτων» μορφών απασχόλησης, τη διευκόλυνση των απολύσεων, το τσάκισμα της κοινωνικής ασφάλισης, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), του κατώτατου μισθού.
Στην Ελλάδα οι κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας εξειδικεύτηκαν με 7 συνολικά νόμους που ψήφισαν διαδοχικά οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, με τον τελευταίο μάλιστα να διατηρεί στο ακέραιο τον νόμο που ψηφίστηκε το 2011 και να τον συμπληρώνει με άλλο νόμο για 12ωρη, έως και 24ωρη απασχόληση των νοσοκομειακών γιατρών!
(Νεο)Φιλελεύθεροι ή σοσιαλδημοκράτες, κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί, προοδευτικοί και συντηρητικοί στα δύσκολα επικαλούνται πάντα την ΕΕ και τις «αξίες» της. Συχνά, εγκαλούν οι μεν τους δε ότι είτε τις αγνοούν είτε δεν τις σέβονται και τις παραβιάζουνˑ ωστόσο ειδικά στα θέματα των εργασιακών σχέσεων η ΕΕ προβλέπει στη νομοθεσία της όλα τα αντεργατικά μέτρα. Η ΕΕ στήριξε στην Αυστρία (της συγκυβέρνησης με την ακροδεξιά) τον νόμο σύμφωνα με τον οποίο ο χρόνος εργασίας μπορεί να παραταθεί ως και τις 12 ώρες ημερησίως και τις 60 σε εβδομαδιαία βάση. Το ίδιο και στην Ουγγαρία του «ευρωσκεπτικιστή» Όρμπαν όπου θεσπίστηκε η δυνατότητα των εργοδοτών να επιβάλλουν υπερωρίες ως και 400 ώρες τον χρόνο, με δικαίωμα μάλιστα να καθυστερούν την αμοιβή τους μέχρι και 3 χρόνια!
Η ΕΕ και οι νόμοι της, εκτός από τη νομιμοποίηση της υπερεργασίας, έχουν οδηγήσει και στην εκτίναξη του ποσοστού της μερικής και της ευέλικτης απασχόλησης σε όλα τα κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα περίπου ο 1 στους 5 (και πολύ περισσότεροι στους νέους και στις γυναίκες) να εργάζεται σήμερα με τέτοιου είδους συμβάσεις. Σύμφωνα με την Οδηγία 88 του 2003, η οποία ορίζει και σήμερα το πλαίσιο του χρόνου εργασίας στην ΕΕ, το 40ωρο την εβδομάδα όχι απλώς δεν είναι κατοχυρωμένο, αλλά αναφέρεται ρητά: «ο χρόνος εργασίας να μην υπερβαίνει, ανά επταήμερο, τις 48 ώρες, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών». Προβλέπει και δυνατότητα εξαιρέσεων από τον γενικό κανόνα ‒προφανώς προς το χειρότερο για τους εργαζόμενους‒, ενώ δίνεται δυνατότητα για εξαιρέσεις και σε μεμονωμένο επίπεδο, ενισχύοντας έτσι περαιτέρω το αντιδραστικό καθεστώς των ατομικών συμβάσεων: «Τα κράτη-μέλη δύνανται να επιτρέψουν την εξαίρεση ενός μεμονωμένου εργαζομένου από τον μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, στη βάση αυστηρών όρων και με τη συναίνεση του εργαζομένου (!), ειδικότερα δε το γεγονός ότι δεν θα έπρεπε να υποστεί ζημία (βλαπτική μεταβολή) στην περίπτωση που αρνηθεί την εξαίρεση».
Δίνει έτσι τη δυνατότητα στο κεφάλαιο και στις κυβερνήσεις του να κάνουν κυριολεκτικά ό,τι θέλουν, όντας απολύτως σύννομοι. Προσφέρει, με άλλα λόγια, ένα πανίσχυρο οπλοστάσιο στην αστική τάξη κάθε χώρας, εξασφαλίζοντάς της τη δυνατότητα να το αξιοποιήσει όπως κρίνει καλύτερα ‒ειδικά δε σε περιόδους κρίσης‒ σε συνεργασία με τις Βρυξέλλες και τους «θεσμούς» και στο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων και των πάσης φύσεως μνημονίων. Η εφαρμογή αυτών των μέτρων άλλωστε δεν ξεκίνησε στις χώρες του Νότου, αλλά στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ και στην ίδια τη Γερμανία.
Ανατροπή του σύγχρονου καθεστώτος εκμετάλλευσης των εργαζομένων με στόχο την κατάργησή της. Ριζική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων σε βάρος του κεφαλαίου. Αυξήσεις σε όλους τους μισθούς, πλήρης αποκατάσταση των ΣΣΕ παντού σε ρήξη με τα κέρδη, το δημοσιονομικό σφαγείο της ΕΕ και τα σύμφωνα σταθερότητας. Κανένας μισθός-σύνταξη κάτω από 1.200 € καθαρά, αύξηση 30% στον εργατικό μισθό. Κάλυψη όλων των απωλειών των Μνημονίων, του πληθωρισμού και της ακρίβειας-τιμάριθμου. Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, ώστε να προστατεύεται τα λαϊκό εισόδημα από την αχαλίνωτη ακρίβεια. Επιστροφή του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο, της 13ης και της 14ης σύνταξης. Αφορολόγητο 12.000 € και 4.000 € για κάθε παιδί. Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και κατάργηση του µνηµονιακού νοµοθετικού πλαισίου. Να χάσει πλούτο και ιδιοκτησία το κεφάλαιο για να κερδίσουν οι εργαζόμενοι και ο λαός.
Μείωση του χρόνου εργασίας: 30ωρο ‒ 6ωρο ‒ 5θήμερο. Όχι στη μερική απασχόληση, στις επισφαλείς, προσωρινές, ελαστικές σχέσεις εργασίας. Σταθερή και ασφαλισμένη δουλειά για όλους, ίσα δικαιώματα στους μετανάστες/ριες εργάτες/ριες.
6. Ο ρόλος της ΕΕ ως ενορχηστρωτή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης σε όλες τις βαθμίδες και τους τύπους εκπαίδευσης
Ο ρόλος της ΕΕ στην εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα μας είναι καθοριστικός και σηματοδοτεί όλες τις σημαντικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις έχουν ανάγκη την αλλαγή του «DNA» της εκπαίδευσης, η οποία καλείται να συμβάλει «στην ανταγωνιστικότητα των χωρών της Ευρώπης», μέσω της ακόμα μεγαλύτερης σύνδεσής της με την καπιταλιστική κερδοφορία και της πλήρους προσαρμογής της στις ανάγκες των επιχειρήσεων.
Δεν υπάρχει πέτρα που να μη σηκώσεις στη χώρα μας και να μην έχει τη σφραγίδα της ΕΕ. Από τη Συνθήκη της Μπολόνια και της Λισαβόνας μέχρι τη Στρατηγική 2020, το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας δένεται με χιλιάδες νήματα με το στρατηγείο των Βρυξελλών.
Οι κεντρικοί πυλώνες της πολιτικής της ΕΕ στην εκπαίδευση είναι η στροφή στην απόκτηση δεξιοτήτων αντί για στέρεη επιστημονική γνώση, η μέτρηση των «μαθησιακών αποτελεσμάτων», η αξιολόγηση, το τρίπτυχο ευελιξία ‒ πιστοποίηση ‒ κινητικότητα, η κατάρτιση και η μαθητεία. Η αγορά και οι επιχειρήσεις ορίζουν τις αναγκαίες κάθε φορά δεξιότητες γύρω από τις οποίες οικοδομούνται τα εκπαιδευτικά προγράμματα, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα περιστρέφεται γύρω από τη μέτρηση των «μαθησιακών αποτελεσμάτων». Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα πλέγμα αξιολόγησης-κατηγοριοποίησης μαθητών, εκπαιδευτικών και δομών με μορφές εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης, ενώ το κέντρο βάρος δίνεται σε έναν συνδυασμό «τυπικής», «μη τυπικής» και «άτυπης» εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Με κεντρικές έννοιες την «ευελιξία» και τη «διά βίου μάθηση», διαμορφώνονται όλο και περισσότερο κύκλοι σπουδών μικρής διάρκειας, προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης εφ’ όρου ζωής. Με αυτό τον τρόπο «χάνονται» τα επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα που αντιστοιχούσαν στον βασικό τίτλο σπουδών μιας βαθμίδας τυπικής εκπαίδευσης, αφού συνεχώς σε αυτούς προστίθενται προσόντα που αποκτιούνται μέσα από ατομικές μαθησιακές διαδρομές. Η ευθύνη για την ανεργία ή την ετεροαπασχόληση είναι πια «ατομική» και όχι δομικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος.
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση η γνωστή διαδικασία της Μπολόνια ‒και οι διαδοχικές εξειδικεύσεις της‒, η οποία προβλέπει τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας, συνδέει άμεσα τα πανεπιστήμια με τις εκάστοτε «ανάγκες της αγοράς», αντιμετωπίζει σαν πολυτέλεια τις σπουδές σε συγκεκριμένους επιστημονικούς ή τεχνολογικούς τομείς με επιστημονικά καθορισμένα αντικείμενα ή την έρευνα που δεν είναι προσανατολισμένη στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Η ψήφιση του νόμου για τα ιδιωτικά ΑΕΙ έγινε με τη σφραγίδα του «ευρωπαϊκού δικαίου» ‒ως αναπόσπαστου μέρους του εσωτερικού‒, στο όνομα της «ανάγκης να συμβαδίσουμε με τις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ».
Οι ριζικές αλλαγές στη μετα-Covid εποχή στον χώρο της εργασίας και της εκπαίδευσης, χωρίς να αναθεωρούνται οι παραπάνω βασικοί πυλώνες, οδηγούν στην «Πράσινη Μάθηση» και στην «Ψηφιακή Εκπαίδευση» ως δύο νέες πλευρές που με έμφαση τοποθετούνται στα πρόσφατα ευρωπαϊκά ντοκουμέντα και χρηματοδοτούνται αδρά από το «Ταμείο Ανάκαμψης»: η «Πράσινη Μάθηση» ως διαδικασία «ξεπλύματος» της περιβαλλοντικής καταστροφής από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, η «Ψηφιακή Εκπαίδευση» ως πεδίο τεράστιας κερδοφορίας για τους αντίστοιχους τομείς, μέσο πανοπτικού ελέγχου μέσω των δεκάδων πλατφορμών κάθε χρήσης και εμπέδωσης της τεχνοκρατικής αντίληψης για τη διδασκαλία.
Για μια αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν, δημοκρατική εκπαίδευση όλων των παιδιών. Με δίχρονη προσχολική αγωγή-εκπαίδευση, ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο. Ένα σχολείο πολυτεχνικό, που θα συνδυάζει τη γενική παιδεία, την ευρεία ανθρωπιστική μόρφωση με επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ικανότητες για βασικούς κλάδους της παραγωγής, που θα καλλιεργεί την ισόρροπη γνωστική, καλλιτεχνική, ηθική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών, την κριτική-δημιουργική σκέψη, τα ιδανικά της αλληλεγγύης, τη συλλογικότητα. Με πραγματική δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε μια ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά και στο δημόσιο, δωρεάν σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης μετά το δωδεκάχρονο σχολείο για όσα επαγγέλματα δεν απαιτείται πανεπιστημιακή μόρφωση. Για μια απελευθερωτική παιδεία και μια κοινωνία όπου η μόρφωση θα αναδύεται από όλους τους αρμούς της και θα εξασφαλίζει όλους τους υλικούς πόρους, ώστε καθεμιά και καθένας να έχει πρόσβαση σε όποιο κομμάτι της εκπαίδευσης επιθυμεί, όποτε το επιλέξει.
7. ΕΕ και Υγεία: Καθολική υποταγή της δημόσιας υγείας στην αγορά και στο κέρδος
Η ΕΕ χαράζει στρατηγική, συντονίζει και ελέγχει την εφαρμογή όλων των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στην υγεία και τη δημόσια περίθαλψη. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει την τριπλέτα «ιδιωτικοποιήσεις-ΣΔΙΤ των δημόσιων υγειονομικών υποδομών, μείωση των δημόσιων δαπανών και ενίσχυση της ανταποδοτικότητας στη λήψη περίθαλψης και ασφάλισης (οι περίφημοι 3 πυλώνες ασφάλισης που τώρα εφαρμόζονται ενιαία και στην περίθαλψη) ‒ ελαστικές εργασιακές σχέσεις ‒ χτύπημα της σταθερής-μόνιμης εργασίας στο πλαίσιο του νέου (μεσαιωνικού τύπου) ευρωενωσιακού εργατικού δικαίου».
Η σχεδόν καθολική υποταγή της δημόσιας υγείας στην αγορά και στο κέρδος εφαρμόζεται ενιαία σε όλα τα κράτη-μέλη, ενώ οι όποιες διαφορές αφορούν τον ρυθμό και την έκταση των αναδιαρθρώσεων, που κυρίως έχουν να κάνουν με τις αντιστάσεις του κινήματος και τον πολιτικό συσχετισμό σε κάθε χώρα.
Με βάση τα προηγούμενα, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών σε αγαστή συνεργασία εξαναγκάζουν τους ασθενείς να βάζουν το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη ακόμα και για τις πιο στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας ή τα φάρμακα. Διαμορφώνεται συνεπώς ένα πλαίσιο όπου όλο και περισσότερες υπηρεσίες υγείας που μέχρι τώρα προσφέρονταν δωρεάν (προληπτικές εξετάσεις, επισκέψεις σε γιατρούς, φάρμακα ‒η περικοπή της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης φτάνει στο 60%‒, απεικονιστικές εξετάσεις, νοσηλεία) πλέον κοστολογούνται και πληρώνονται (εξολοκλήρου ή μέρος τους) απευθείας από τον χρήστη περίθαλψης.
Με το περιβόητο Σύστημα DRG (Σύστημα Διαγνωστικά Ομοιογενών Ομάδων), που στοχεύει στη «συγκράτηση του κόστους παραγωγής υπηρεσιών υγείας» και στην «αύξηση της αποδοτικότητας των νοσοκομείων ως αυτοτελούς επιχειρηματικής μονάδας», με την αναλυτική κοστολόγηση ενός «μέσου όρου αναγκών» ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ανά πάθηση, επιχειρείται η αποζημίωση του νοσοκομείου από τα ασφαλιστικά ταμεία με ένα συγκεκριμένο, προσυμφωνημένο και κυβερνητικά καθορισμένο (!) αντίτιμο νοσηλείας, ενώ ό,τι παραπάνω, αναγκαίο για την αποθεραπεία του ασθενή, θα καλύπτεται από την τσέπη του τελευταίου. Στην ουσία το κράτος θα λέει: «εγώ πληρώνω μέχρι εκεί, από κει και πέρα δική σου υπόθεση».
Παράλληλα, επιταχύνονται οι ιδιωτικοποιήσεις κάθε είδους: παραχώρηση τμημάτων και υπηρεσιών ΕΣΥ σε ιδιωτικές εταιρείες και εργολάβους, ιδιωτικά απογευματινά χειρουργεία, συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες για τη διενέργεια εξετάσεων, ιδιωτικά ασθενοφόρα, ιδιωτικά κέντρα αποθεραπείας και αποκατάστασης, ιδιωτικοποίηση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, της απεξάρτησης και της ψυχιατρικής περίθαλψης, μετατροπή των νοσοκομείων σε ΝΠΙΔ και πολλά άλλα. Δεν πρόκειται για «συμπληρωματικότητα» των ιδιωτών προς το Δημόσιο αλλά για απόλυτη σχεδόν κυριαρχία τους σε σύντομο χρονικό διάστημα αν δεν ανατραπεί αυτή η πολιτική.
Με το Σύμφωνο Σταθερότητας, τα ματωμένα πλεονάσματα και το δημοσιονομικό πλαίσιο, οι δημόσιες δαπάνες υγείας μπαίνουν στο κόκκινο από την ΕΕ και συρρικνώνονται συνεχώς, ενώ την ίδια στιγμή περιορίζεται η κρατική ενίσχυση στην υγειονομική ασφάλιση. Προκειμένου, σύμφωνα με τη λογική τους, να μειωθούν οι «σπατάλες» και να «εξορθολογιστούν» οι δαπάνες, οι εργαζόμενοι επωμίζονται άμεσα και έμμεσα το 70% των δαπανών για την υγεία και το κράτος μόνο το 30%. Και έπεται συνέχεια. Ακόμα και οι περίφημες ενισχύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης για την υγεία κατευθύνονται στο κατασκευαστικό κεφάλαιο και στους εργολάβους για έργα υποδομής στα νοσοκομεία ‒ όχι στο ανθρώπινο δυναμικό για προσλήψεις (80.000 οργανικά κενά στο ΕΣΥ), μισθούς ή βελτίωση του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού.
Όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις, με την ελαστικοποίησή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουμε πλήρη «απελευθέρωση» του εργάσιμου χρόνου του υγειονομικού, υπερεργασία, κατάργηση 5θήμερου και 8ώρου με «ελαστική» διευθέτηση-ρευστοποίηση πρωινής δουλειάς και βαρδιών (ακόμα και συνεχόμενα 48ωρα), απλήρωτες υπερωρίες, ντε φάκτο κατάργηση ρεπό και ειδικών αδειών, στρατιές συμβασιούχων στα νοσοκομεία, από μαθητευόμενους έως υπερήλικες (προγράμματα ΟΑΕΔ 55-73 ετών!), στο πλαίσιο της υπερεκμετάλλευσης.
Η πάλη για αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν υγεία, μπλοκάρισμα των ιδιωτικοποιήσεων, απειθαρχία και ανατροπή των ευρωενωσιακών ντιρεκτίβων είναι μονόδρομος και διέξοδος όχι μόνο για τη σωτηρία των εργαζομένων αλλά και για τη στοιχειώδη εφαρμογή του δικαιώματος στην ισότιμη περίθαλψη.
8. Η ΕΕ, η απελευθέρωση των αγορών και οι ιδιωτικοποιήσεις
Η ΕΕ καταργεί σταδιακά τα δημόσια αγαθά εξισώνοντας (αρχικά) δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, ακολουθώντας τις προβλέψεις της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ. Οργανώνει και προωθεί μέσα από ντιρεκτίβες και οδηγίες την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών. Συνδέει την υλοποίηση αυτών των οδηγιών με τα «χρηματοδοτικά εργαλεία», ώστε οι λαοί να βρίσκονται διαρκώς υπό την απειλή της «διακοπής των χρηματοδοτήσεων».
Το μοντέλο ιδιωτικοποίησης και ξεπουλήματος των δημόσιων εταιρειών που επιβάλλει η ΕΕ σε όλη την Ευρώπη είναι ενιαίο:
- Διαχωρισμός των καθετοποιημένων δημόσιων επιχειρήσεων (ηλεκτρικής ενέργειας, νερού, συγκοινωνιών κ.λπ.) σε δύο μέρη: στην υποδομή, της οποίας το κόστος φορτώνεται στο κοινωνικό σύνολο, και στους διαφορετικούς τομείς της λειτουργίας που «απελευθερώνονται στην αγορά».
- Ιδιωτικοποίηση των λειτουργιών αυτών ή είσοδος ιδιωτών (με σκανδαλωδώς προνομιακούς όρους έναντι των κρατικών επιχειρήσεων).
- Μείωση των αρμοδιοτήτων του κράτους, που συνήθως είναι πιο ευάλωτο στην πολιτική πίεση του μαζικού κινήματος, και μεταφορά τους σε «ανεξάρτητες αρχές», οι οποίες «ρυθμίζουν την αγορά», υποτίθεται, και βρίσκονται σε κατευθείαν σύνδεση με τις Βρυξέλλες.
- Ίδρυση κοινοτικών οργάνων, των «ρυθμιστικών αρχών», όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (Agency for the Cooperation of Energy Regulators – ΑCER ), σιδηροδρόμων κ.λπ.
Έτσι, στον σιδηρόδρομο η αρχή έγινε το 1991, με την Οδηγία 91/440 της ΕΟΚ, η οποία έθετε ως κεντρικό στόχο τον διαχωρισμό της διαχείρισης της λειτουργίας και των υποδομών των σιδηροδρόμων από την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς. Η διαδικασία αυτή, στόχος της οποίας ήταν η δημιουργία ενιαίας αγοράς στον τομέα των σιδηροδρόμων, χρειάστηκε 25 χρόνια για να ολοκληρωθεί, με την εφαρμογή τεσσάρων διαδοχικών «πακέτων για τους σιδηροδρόμους» της ΕΕ (2001, 2004, 2007 και 2016), καθώς και της ντιρεκτίβας 2012/34. Ο διαχωρισμός όμως των υποδομών λειτουργίας και η εισαγωγή του κέρδους στους παρόχους συγκοινωνιακού έργου είναι που οδήγησαν σε πλήρη υποβάθμιση τις συνθήκες ασφάλειας και χάος που οδηγεί σε διαρκή ατυχήματα και δυστυχήματα στην Ευρώπη και στο έγκλημα στα Τεμπών στη χώρα μας.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι στην ΕΕ, μόνο το 2021, καταγράφηκαν 1.389 σημαντικά σιδηροδρομικά δυστυχήματα, με συνολικά 683 νεκρούς και 513 τραυματίες, τα 97 από τα οποία αφορούσαν συγκρούσεις τρένων.
Αποτελούν λοιπόν χυδαία υποκρισία τα «συλλυπητήρια» της Φον ντερ Λάιεν για το έγκλημα των Τεμπών και η υπόσχεση «τεχνικής βοήθειας για τον εκσυγχρονισμό των σιδηροδρόμων και τη βελτίωση της ασφάλειάς τους».
Το ίδιο ακριβώς μοτίβο ακολουθήθηκε και στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η προώθηση της απελευθέρωσης της αγοράς στην ενέργεια χρονολογείται ήδη από το 1986, με την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την «Εσωτερική Αγορά Ενέργειας».
Από τότε ακολούθησαν 3 «ενεργειακά πακέτα». Στο πρώτο πακέτο, Οδηγία 96/1992/ΕΚ, γίνεται λογιστικός διαχωρισμός των δημόσιων καθετοποιημένων επιχειρήσεωνˑ στο δεύτερο πακέτο, Οδηγία 54/2003, διαχωρίζονται οι εταιρείες και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ανάπτυξης της αγοράςˑ το τρίτο ενεργειακό πακέτο, το οποίο εγκρίθηκε το 2019, μας οδήγησε στη δημιουργία των χρηματιστηρίων ενέργειας και ρύπων και στην ενοποίηση των αγορών οδηγώντας στη σημερινή αθλιότητα της ενεργειακής φτώχειας για τον λαό και ουρανοκατέβατων υπερκερδών για τους καπιταλιστές της ενέργειας, που όλοι γνωρίζουμε.
Τέλος, την ίδια μεθοδολογία εφαρμόζουν ΕΕ και κυβερνήσεις για το πρώτιστο αγαθό ύπαρξης του ανθρώπου, το νερό, παρά τις μεγάλες αντιδράσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Η δημιουργία Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και Υδάτων από την κυβέρνηση της ΝΔ δεν προδιαγράφει τίποτε άλλο παρά τη δημιουργία «αγοράς νερού». Προωθούν την τιμολόγηση του νερού με τρόπο που να «ανακτάται το κόστος των υποδομών» (!) ως προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας «ανταγωνιστικής αγοράς» (πράγμα που σημαίνει απίστευτη εκτίναξη των τιμολογίων), την ιδιωτικοποίηση των υποδομών ύδρευσης-άρδευσης (μέσω ΣΔΙΤ χρηματοδοτούμενων από ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης), την κατάργηση κάθε ρόλου των δήμων και τη δημιουργία περιφερειακών φορέων. Όλα αυτά καταδεικνύουν τη διαρκή αντιδραστική, κυνική επιδίωξη να καταστήσουν και το νερό αντικείμενο κερδοσκοπίας.
Αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν αγαθά η εκπαίδευση, η υγεία, η έρευνα, η ενέργεια, οι μεταφορές. Ενάντια στους νόμους της αγοράς, με πέρασμα 100% σε δημόσια ιδιοκτησία και εργατικό-λαϊκό και κοινωνικό έλεγχο των τομέων αυτών, των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών, χωρίς αποζημίωση, στην προοπτική της πλήρους κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και των επιχειρήσεων.
9. Σώζει η ΕΕ το περιβάλλον; Η «πράσινη ανάπτυξη», οι νέες εξορύξεις και η ενεργειακή φτώχεια
Κεντρικό στοιχείο και ισχυρό μέσο προπαγάνδας για τη δημιουργία ενός οικολογικού «προφίλ» έχει αποτελέσει για την ΕΕ η «πράσινη μετάβαση».
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (από τον Δεκέμβριο του 2019 και μετά) η πολιτική της ΕΕ για το περιβάλλον συμπυκνώνεται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (ΕΠΣ) με στόχο την «κλιματική ουδετερότητα» έως το 2050. Η ΕΠΣ περιγράφεται ως «μια ολιστική και διατομεακή προσέγγιση, στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι σχετικοί τομείς πολιτικής συμβάλλουν στην επίτευξη του απώτερου στόχου για το κλίμα». Περιλαμβάνει αλληλένδετες πρωτοβουλίες που καλύπτουν το κλίμα, το περιβάλλον, την ενέργεια, τις μεταφορές, τη βιομηχανία, τη γεωργία και τη βιώσιμη χρηματοδότηση, ενσωματώνοντας και στοιχεία που προέκυψαν από την πανδημία Covid-19 και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Στοχεύουν όμως οι πολιτικές της ΕΕ στην προστασία του περιβάλλοντος ή αποτελούν ένα μέσο, ώστε το κεφάλαιο να βγάλει κέρδος και από τα προβλήματα που το ίδιο δημιουργεί μη λύνοντας τα «παλιά» και δημιουργώντας νέα;
Στην πραγματικότητα η κλιματική αλλαγή και η αυξανόμενη ευαισθησία του κόσμου γι’ αυτή χρησιμοποιούνται ως «εργαλείο» αντιδραστικών αλλαγών για μια συνολική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος των εργαζομένων.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην παρουσίαση της ΕΠΣ: «Η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί ευκαιρία για την οικοδόμηση ενός νέου οικονομικού μοντέλου. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία καθόρισε το σχέδιο στρατηγικής για αυτή τη μετασχηματιστική αλλαγή. […] είναι μία από τις κύριες συνιστώσες της αναπτυξιακής στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [...] είναι ο χάρτης πορείας μας για να καταστήσουμε την οικονομία της ΕΕ περισσότερο βιώσιμη. Ο μοναδικός τρόπος για να συμβεί αυτό είναι να μετατρέψουμε τις περιβαλλοντικές και κλιματικές προκλήσεις σε ευκαιρίες σε όλους τους τομείς πολιτικής».
Προκειμένου να κατανοηθεί η πολιτική της ΕΕ για το περιβάλλον, πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της θεμελιώδους αρχής της ύπαρξής της και του ρόλου της ως μιας καπιταλιστικής ολοκλήρωσης που στοχεύει στη διασφάλιση της εξουσίας και κερδοφορίας του κεφαλαίου των χωρών που την αποτελούν.
Ειδικά σήμερα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα τη σύγκρουση με τη Ρωσία, τη μεγάλη γεωπολιτική ρευστότητα και την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ανάδειξη τομέων που θα ανοίξουν νέα πεδία κερδοφορίας, θα διαμορφώσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις ανταγωνιστικές οικονομίες και θα ενισχύσουν την προστασία έναντι κινδύνων (βλ. «ενεργειακή ασφάλεια») καθίσταται αναγκαιότητα για το κεφάλαιο. Ο στόχος μείωσης της εξάρτησης της ΕΕ από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα από τη Ρωσία και η εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της γίνονται ακόμη πιο επιτακτικά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και στο φόντο των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών.
Έτσι, πίσω από μια σειρά πρωτοβουλιών και δράσεων, όπως η Fit for 55 (55% μείωση εκπομπών ρύπων ως το 2030), Farm to fork (από το αγρόκτημα στο πιάτο – βιώσιμο πρότυπο σύστημα τροφίμων), «Καθαρή ενέργεια» κ.ά. έχουμε την προσπάθεια της ΕΕ να ντύσει την κατάμαυρη πολιτική της με τον περιτύλιγμα της «πράσινης μετάβασης» ακριβώς για να κρύψει από τα μάτια των λαών ότι δεν πληρώνουμε την «πράσινη μετάβαση», αλλά την «ανταγωνιστικότητα» και την κερδοφορία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, τόσο της «πράσινης» όσο και της πιο ενεργοβόρας και ρυπογόνας.
Οι βασικοί άξονες αυτής της πολιτικής είναι οι ακόλουθοι:
- Πρώτον: Η δήθεν ευαισθησία για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου οδηγεί στη γοργή ιδιωτικοποίηση της ενέργειας στην Ελλάδα, που μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα παρεχόταν σχεδόν καθολικά από τη δημόσια ΔΕΗ. Με βάση τις οδηγίες της ΕΕ για «απελευθέρωση της ενέργειας», αρχικά απαγόρευσαν, τη δεκαετία του 1990, στη ΔΕΗ να αναπτύξει ανανεώσιμες πηγές, μετατρέποντας τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) στην πιο εξασφαλισμένη μπίζνα για το κεφάλαιο, με εγγυημένες τιμές και τσάμπα δημόσιο χρήμα.
Παράλληλα, στο όνομα της «πράσινης μετάβασης» και της καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη οικοδόμησε ένα Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) ρύπων, με βάση το οποίο μοίρασε «δικαιώματα ρύπων» σε χώρες και εταιρείες και έστησε ένα «χρηματιστήριο εκπομπών ρύπων». Βιομηχανίες και κλάδοι που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου χαμηλότερα από το πλαφόν που τους έχει τεθεί μπορούν να πωλούν «δικαιώματα ρύπανσης» αποκτώντας πρόσθετα κέρδη. Από την άλλη μεριά, επιχειρηματικοί όμιλοι με ενεργοβόρες εγκαταστάσεις μπορούν να αγοράσουν το «περίσσευμα» αυτό αποκτώντας το «δικαίωμα» να ρυπαίνουν κατά το δοκούν. Τον λογαριασμό βέβαια τον πληρώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά, στα οποία μετακυλίεται το κόστος. Η ΕΕ φρόντισε να απονείμει δωρεάν το 40% των δικαιωμάτων ρύπων σε όλες τις ηλεκτροβόρες βιομηχανίες, για να διαφυλάξει την «ανταγωνιστικότητά» τους, και το 60%, που πληρώνεται μέσω πλειστηριασμών από το χρηματιστήριο των ρύπων, το φόρτωσε στις εταιρείες παραγωγής ενέργειας, αφού ο καταναλωτής δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ρεύμα.
Με πρόσφατη απόφαση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε την ένταξη και της ναυτιλίας στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων σταδιακά από το 2024. Ταυτόχρονα, σε εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», που αποτελεί βάση της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ, δόθηκε στους πλοιοκτήτες η δυνατότητα να μπορούν να μετακυλίουν το κόστος της εμπορίας ρύπων στους εμπορικούς φορείς εκμετάλλευσης των πλοίων, δηλαδή στους ναυλωτές, αν είναι εμπορικά πλοία, και στους επιβάτες (αύξηση εισιτηρίων), εάν είναι επιβατηγά, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί το κόστος των εισιτηρίων.
- Δεύτερον: Η επιδίωξη καθιέρωσης της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και «πράσινων προϊόντων» στοχεύει τόσο σε νέα πεδία κερδοφορίας όσο και στην έμμεση προστασία από τις ανταγωνιστικές οικονομίες, τα εμπορεύματα των οποίων κατατάσσονται στα «μη περιβαλλοντικά φιλικά». Χαρακτηριστικά, καθιερώνει την εφαρμογή ενός Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (ΜΣΠΑ) για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μεταφοράς επενδύσεων, νέων ή και υφιστάμενων, εκτός ΕΕ, καθώς και μεταφοράς της παραγωγής σε χώρες χωρίς περιορισμούς εκπομπών. Στην πράξη πρόκειται για έναν «πράσινο δασμό» σε εισαγόμενα προϊόντα και πρώτες ύλες (σίδηρος, αλουμίνιο, χάλυβας, τσιμέντο κ.ά.) που θα επιβαρύνει περισσότερο την τσέπη των εργαζομένων.
- Τρίτον: Ενώ ξέρουμε ότι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο προστασίας του κλίματος είναι το δέντρο και τα δάση, αυτά όχι μόνο μένουν απροστάτευτα και δεν ανανεώνονται, αλλά στο όνομα της αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης με την οδηγία REPowerEU (Δεκέμβριος 2022) προβλέπονται «fast track» διαδικασίες για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές (όπως περιοχές Natura 2000) ή/και ανεξάρτητα από τις επιβλαβείς επιπτώσεις τους στην υγεία των κατοίκων και στο περιβάλλον. Το φύτρωμα χιλιάδων ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών σε δάση, μαζί με τα συνοδά τους έργα (δρόμοι, πυλώνες κ.ά.) σε προστατευόμενες εκτάσεις κ.λπ., έχει πολλαπλές αρνητικότατες επιπτώσεις στο περιβάλλον τόσο άμεσα όσο και στο μέλλον (μετά το τέλος του χρόνου ζωής τους).
- Τέταρτον: Η ΕΕ όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το περιβάλλον, αλλά με απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Νοέμβριος 2023) «πρασίνισε» την πυρηνική ενέργεια, που και μόνο τα απόβλητά της είναι ικανά να καταστρέψουν ολόκληρες χώρες, αλλά και το φυσικό αέριο, κατεξοχήν ορυκτό καύσιμο που εκλύει αέρια του θερμοκηπίου (διοξείδιο του άνθρακα και μεθάνιο)! Η «πράσινη επανάσταση» είναι μια τεράστια υποκρισία μόνο και μόνο για να ωφεληθούν συγκεκριμένα «πράσινα» συμφέροντα και να ιδιωτικοποιηθεί η ενέργεια.
- Πέμπτον: Για όλα αυτά πληρώνουν οι λαοί. Αφενός η ΕΕ προωθεί την επιδότηση του κεφαλαίου με τζάμπα χρήμα για να επιτύχει την επείγουσα «πράσινη» μετάλλαξη των επιχειρήσεων, προβλέποντας επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 1 τρισ. € κατά την επόμενη δεκαετίαˑ αφετέρου ρίχνει το βάρος στα φτωχά λαϊκά στρώματα, είτε μέσω των αυξημένων τιμολογίων ρεύματος είτε μέσω των κρατικών ελλειμμάτων είτε των πράσινων φόρων στη βενζίνη (μία από τις αφορμές για την ανάπτυξη του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων), ενώ η ενεργειακή φτώχεια καλά κρατεί.
Υπεράσπιση του περιβάλλοντος ενάντια στην εγκληματική εκμετάλλευσή του από το κεφάλαιο, στη λεηλασία της φύσης και των δημόσιων χώρων, στις τοξικές τροφές και στα μεταλλαγμένα, στη ρύπανση και στις πόλεις-τέρατα, που γεννούν τις αρρώστιες και τις πανδημίες, που προκαλούν την κλιματική κρίση, με στόχο την αρμονική σχέση ανθρώπου-φύσης. Ενάντια στην κλιματική κατάρρευση, στην καταστροφή, στην εμπορευματοποίηση και στην ιδιωτικοποίηση. Ενάντια στην καταστροφή βουνών και παραλιών στο όνομα της «πράσινης μετάβασης», στην εμπορευματοποίηση και στην καταστροφική διαχείριση των απορριμμάτων, με τους τεράστιους χώρους ταφής, τις μονάδες επεξεργασίας και την καύση απορριμμάτων. Καμία νέα εξόρυξη ορυκτών πόρων σε στεριά και θάλασσα. Ακύρωση των σχεδίων για εξορύξεις ορυκτών πόρων στις διεθνείς θάλασσες (ΑΟΖ). Όχι στις επικίνδυνες εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Περιορισμός της καύσης των ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας ως την οριστική αντικατάστασή τους από πραγματικά ανανεώσιμες μορφές, που θα καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες της κοινωνίας χωρίς να καταστρέφουν το περιβάλλον. Όχι στην «πράσινη συμφωνία», στη «δίκαιη μετάβαση» της ΕΕ και στην πυρηνική ενέργεια.
10. Για την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και τη διατροφική κρίση. Η νέα ΚΑΠ της ΕΕ 2021-2027
Στον αγροτικό τομέα η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών αναπροσαρμόζουν και προωθούν, στο πρόγραμμα της επταετίας 2021-2027, τις δικές τους στρατηγικές απαντήσεις. Πρόκειται για πολιτικές με βαθύ ταξικό περιεχόμενο. Συνοπτικά οι άξονες τους οποίους θα στηρίξουν και έχουν συμφωνήσει το επόμενο διάστημα είναι οι εξής:
- Το «Πράσινο Συμβόλαιο» της ΕΕ (Green Deal): Πρόκειται για τις λεγόμενες «πράσινες επενδύσεις» οι οποίες θα χρηματοδοτηθούν από την ΕΕ και θα πραγματοποιηθούν από τους υπαίτιους της περιβαλλοντικής καταστροφής, δηλαδή τις πολυεθνικές εταιρείες της ενέργειας και του αγροτοδιατροφικού τομέα. Στο όνομα της «πράσινης παραγωγής» προωθούνται τεράστια πακέτα ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου από την ΕΕ.
- Η νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ της ΕΕ η οποία περιλαμβάνει: την περικοπή των επιδοτήσεων της ΚΑΠ και ταυτόχρονα τον αναπροσανατολισμό τους σε όφελος αποκλειστικά του αγροτοδιατροφικού κεφαλαίου και των μεγαλοαγροτώνˑ το «πράσινο περιτύλιγμα» της ΚΑΠ, με διάθεση του 20% των άμεσων αγροτικών ενισχύσεων σε διάφορα ημίμετρα (αγροδασοπονία και δάσωση αγρών, εναλλαγή καλλιεργειών, αμειψισπορές, αγραναπαύσεις, μετατροπή καλλιεργειών σε λιβάδια, χαμηλή βόσκηση ζώων αντί για υπερβόσκηση κ.ά.). Η νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ θα συνοδευτεί από μεγαλύτερες δόσεις «πράσινης» δημαγωγίας και υποκρισίας, τη στιγμή που ΕΕ και κυβερνήσεις επιτρέπουν να κυκλοφορούν τα μεταλλαγμένα προϊόντα και τα νοθευμένα τρόφιμα.
- Για τα δάση η πολιτική ΕΕ και κυβέρνησης βαδίζει πάνω στις ράγες των επιλογών όλων των κυβερνήσεων έως τώρα, και δεν είναι άλλη από την προσπάθεια του ιδιωτικού κεφαλαίου να αποσπάσει (και) από τα δάση όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος, ακόμη και από τα αποκαΐδια τους (βλ. εκμετάλλευση των καμένων εκτάσεων στη βόρεια Εύβοια από ιδιωτικές εταιρείες).
- Η νέα ΚΑΠ 2021-2027 βρίσκεται σε φάση υλοποίησης. Την ίδια ώρα το μεγάλο κόστος παραγωγής (λιπάσματα, ζωοτροφές, πετρέλαιο, ρεύμα κ.λπ.), η συνεχιζόμενη συγκεντροποίηση παραγωγής και γης, αλλά και η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων διά μέσου εξαγορών και λουκέτων συμβάλλουν στην επιτάχυνση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στον αγροτικό τομέα.
- Το κόστος παραγωγής των αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων έχει αυξηθεί υπερβολικά τα τελευταία χρόνια, ενώ, με βάση πρόσφατη μελέτη του Ελληνικού Συνδέσμου Φυτοπροστασίας (ΕΣΥΦ), με την «πράσινη» συμφωνία θα έχουμε αύξηση του κόστους παραγωγής και μείωση 15% στο κύκλο εργασιών του αγροτοκτηνοτροφικού τομέα (υπολογίζεται στα 11,5 δισ. €). Όλες αυτές οι προβλέψεις δεν παίρνουν υπόψη τους τους καύσωνες, την ξηρασία, τις πυρκαγιές, τους παγετούς και τις καταστροφικές πλημμύρες που αναμένεται να διαρκέσουν για πολύ ακόμα λόγω της συνεχιζόμενης κλιματικής κρίσης-περιβαλλοντικής καταστροφής.
Οι πολιτικές αυτές οδηγούν σε συγκέντρωση της παραγωγής σε όλο τον αγροτοδιατροφικό τομέα. Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε εξαγορά της εταιρείας ΔΩΔΩΝΗ από τη CVC, η οποία ελέγχει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της Vivartia στην Ευρώπη και μια σειρά εταιρείες (ΔΕΛΤΑ, ΚΟΛΙΟΣ κ.λπ.). Χιλιάδες κτηνοτρόφοι έχουν παρατήσει κοπάδια τα τελευταία 5 χρόνια και ήδη οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες φτιάχνουν δικά τους.
Αντίστοιχη συγκέντρωση παραγωγής έχουμε παντού. Στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας η Andromeda Seafood αποτελεί το 70% του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας. Πολυεθνικά funds εξαγοράζουν ή συνεργάζονται με ντόπιες εταιρείες εμπορίας-τυποποίησης φρούτων και κηπευτικών με τάση επέκτασης σε όλες τις καλλιέργειες.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τις επιδιώξεις για συγκεντροποίηση στον κλάδο της ελαιοπαραγωγής, αλλά και των εσπεριδοειδών, έχουμε εν μέσω πανδημίας μια ταχύτατη διείσδυση του πολυεθνικού κεφαλαίου στον αγροτοδιατροφικό τομέα και όχι μόνο (βλ. ενέργεια, τουρισμός, εμπόριο, τηλεπικοινωνίες).
Τη συγκεντροποίηση αυτή εκτός από τη νέα ΚΑΠ την ευνοούν οι συνεταιρισμοί ΑΕ, οι λεγόμενες ολιγομελείς ομάδες «παραγωγών» που χρηματοδοτούνται αδρά (βλ. ψυγεία, συσκευαστήρια κ.λπ.), αλλά και το περιβόητο «Μητρώο αγροτών και αγροτικών εκμεταλλεύσεων», του οποίου υποστηρικτές με άμεσο ή έμμεσο τρόπο είναι όλο το κοινοβουλευτικό τόξο, ένα μητρώο που αποκλείει χιλιάδες εργατοαγρότες και αγροτοεργάτες από αποζημιώσεις και επιδοτήσεις.
Όλο το αστικό πολιτικό προσωπικό, πιστό στην πολιτική της ΕΕ, πιστό στην πολιτική συγκεντροποίησης της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής μέσω των εξαγορών, των ολιγομελών ομάδων παραγωγής και των διαεπαγγελματικών ενώσεων, συμβάλλει στην πλήρη καπιταλιστικοποίηση της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής, της οποίας τα αποτελέσματα τα ζήσαμε με την πανδημία του Covid-19, η οποία αποτελεί συνέχεια των τρελών αγελάδων, των ιών των χοίρων, των πτηνών κ.λπ.
Ο παραγόμενος πλούτος, σε συνδυασμό με τις τεράστιες επιστημονικοτεχνικές δυνατότητες της εποχής μας, δημιουργεί όρους για να τραφεί ποσοτικά αλλά και ποιοτικά ο λαός. Απαραίτητος όρος είναι η απελευθέρωση της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής (και όλων των στρατηγικών κλάδων) από την κυριαρχία του κεφαλαίου, την εντατική χημική-τοξική εκμετάλλευση της φύσης και τον εφιάλτη των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων.
Αγώνας για υψηλής ποιότητας διατροφή για τον λαό, με δημιουργία-στήριξη πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών των μικρών παραγωγών που θα προσανατολίζονται στις λαϊκές ανάγκες, έξω από τις επιταγές της ΚΑΠ και της ΕΕ. Πάλη ενάντια στις πολυεθνικές, που ελέγχουν τη διατροφή όλου του πλανήτη. Εθνικοποίηση-κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής γης και της μεγάλης καπιταλιστικής γαιοκτησίας, καθώς και των αγροτοδιατροφικών επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Δημόσιος έλεγχος στο κύκλωμα διάθεσης και στις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Αξιοπρεπείς συνθήκες διαμονής στην ύπαιθρο (εκπαίδευση, υγεία κ.λπ.). Απειθαρχία-ανατροπή της αντιαγροτικής ΚΑΠ της ΕΕ.
11. Η Ευρώπη-φρούριο και οι δολοφονίες μεταναστών/ριών
Η ΕΕ είναι υπεύθυνη για την αύξηση των προσφύγων των πολέμων και της φτώχειας και για την εξώθηση στη μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα θωρακίζεται για την αποτροπή εισόδου τους στις χώρες της ΕΕ.
Είναι υπεύθυνη διότι στηρίζει την οικονομική διείσδυση των ευρωπαϊκών οικονομικών ομίλων σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας που λεηλατούν τον πλούτο τους και εκμεταλλεύονται τους λαούς, ενώ υποδαυλίζει εμφύλιους πολέμους, μεθοδεύει πραξικοπήματα σε βάρος πολιτικών ηγεσιών, επεμβαίνει στο πολιτικό σύστημα αυτών των χωρών, πολλαπλασιάζοντας τις διώξεις αντιφρονούντων, τις θρησκευτικές διενέξεις και τις προγραφές. Γιατί συμπράττοντας με το ΝΑΤΟ έχει εμπλακεί στη στήριξη πολεμικών επιχειρήσεων σε Συρία, Ουκρανία, Παλαιστίνη, Σουδάν, πολλαπλασιάζοντας τους πρόσφυγες, οι οποίοι επιδιώκουν να απομακρυνθούν από τους πολέμους και να ζήσουν σε ασφαλές περιβάλλον.
Και, παρότι είναι υπεύθυνη για την εκτόξευση του αριθμού των προσφύγων και των μεταναστών, η ΕΕ ακολουθεί την πολιτική της Ευρώπης-φρούριο, αν και αυτοπροβάλλεται ως ένωση που διαφυλάσσει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Εφαρμόζει κλείσιμο των συνόρων της σε πρόσφυγες και μετανάστες και κατάργηση του δικαιώματος στο άσυλο παρεμποδίζοντας πλήρως τη δυνατότητα υποβολής αίτησης και περιορίζοντας τις προϋποθέσεις για απόδοση ασύλου. Με τη συμφωνία Δουβλίνο ΙΙΙ (2013) οι μετανάστες/ριες καταθέτουν αίτηση ασύλου στη χώρα εισόδου τους και, αν μεταβούν σε άλλη χώρα της ΕΕ και εντοπιστούν, θα σταλούν πίσω στη χώρα προέλευσης.
Η συμφωνία ΕΕ-Ελλάδας-Τουρκίας το 2016 αναγνωρίζει ως ασφαλή για τους πρόσφυγες χώρα την Τουρκία και θεσμοθετεί τις απελάσεις σε αυτή. Με τις αλλαγές στο καθεστώς ασύλου, περιοχές που είναι σε συνεχές καθεστώς πολέμου και διώξεων, όπως το Ιράκ, περιοχές της Συρίας κ.ά., αποχαρακτηρίζει από «εμπόλεμες». Κι ακόμα, με πρόσφατες συμφωνίες ορίζονται ποσοστώσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ και αντισταθμιστικά οικονομικά τέλη για την άρνηση υποδοχής από μεριάς τους προσφύγων. Παράλληλα, χρηματοδοτεί χώρες εκτός ΕΕ για να κρατήσουν πρόσφυγες άλλων χωρών (Τουρκία, Αλγερία, Μαρόκο κ.ά.) εντός των δικών τους εδαφών.
Με το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο (2020), πλέον οι χώρες που δεν αποδέχονται πρόσφυγες θα μπορούν να «συμβάλλουν αλληλέγγυα», συνδράμοντας στην ταχεία απέλαση («επιστροφές» βαφτίζονται) των «εισβολέων» στις χώρες πρώτης υποδοχής της ΕΕ όπου κρίνεται ότι οι πρόσφυγες δεν δικαιούνται άσυλο. Ταυτόχρονα, με τους νέους κανόνες για απόδοση ασύλου επιταχύνονται οι διαδικασίεςˑ οι αιτούντες άσυλο, με μικρές πιθανότητες αποδοχής, εξετάζονται γρήγορα, εντός 5 ημερών ολοκληρώνεται το πρώτο «ξεκαθάρισμα» και προχωρά η διαδικασία απέλασής τους.
Πλέον το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτήσεων που αναφέρονται στο προσφυγικό-μεταναστευτικό κατευθύνεται όχι στην υποδοχή, στέγαση, σίτιση, στήριξη των προσφύγων, αφού τα σχετικά προγράμματα συρρικνώνονται, αλλά σε μηχανισμούς και έργα αποτροπής, στρατοπέδων εγκλεισμού, φράχτες κ.λπ. Χαρακτηριστικά, από τα 2 δισ. € που διατέθηκαν στην Ελλάδα το 2021 το 1,4 δισ. € πήγε αποκλειστικά σε προγράμματα και μέσα «φύλαξης των συνόρων» και από τα 258,9 εκατ. € για το 2023, ως έκτακτη χρηματοδότηση της ΕΕ για το μεταναστευτικό, τα 42,4 εκατ. € κατευθύνονται κυρίως σε ανάπτυξη οπτικών ινών και λογισμικού για τη βελτίωση της ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ συνοριακών σταθμών.
Η αντιπροσφυγική-αντιμεταναστευτική πολιτική της ΕΕ, που χαρακτηρίζεται «σθεναρή δράση ως απάντηση στις μεταναστευτικές πιέσεις», συνοδεύεται από πολεμική αντιμετώπιση των προσφύγων και των μεταναστών/ριών ως εισβολέων που παραβιάζουν την «ασφάλεια των συνόρων» και αντιμετωπίζονται από στρατιωτικές δυνάμεις σε ξηρά και θάλασσα. Από την άλλη, όσοι και όσες καταφέρνουν να περάσουν αντιμετωπίζουν φυλάκιση σε στρατόπεδα, γκετοποίηση, περιορισμό μετακινήσεων και ελευθεριών, έλλειψη σεβασμού στα δικαιώματα πρόσβασης σε περίθαλψη, πρόνοια, παιδεία, εργασία, ασφάλιση.
Η ΕΕ είναι αυτή που συγκρότησε τη Frontex (συνοριοφυλακή και ακτοφυλακή) με στρατιωτικές, ναυτικές υποδομές ως ειδική δύναμη αποτροπής των προσφύγων που θέλουν να φτάσουν στην Ευρώπη.
Η ΕΕ είναι αυτή που ευθύνεται για τον θάνατο χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στις επικίνδυνες διαδρομές που ακολουθούν στη Μεσόγειο, στον Έβρο, στο Αιγαίο για να φτάσουν στην Ευρώπη. Μόνο οι καταγεγραμμένοι από την ίδια την ΕΕ θάνατοι προσφύγων σε αυτές τις διαδρομές ανέρχονται σε 31.476 μεταξύ 2014-2023.
Η ΕΕ είναι υπεύθυνη και για τους πνιγμούς κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων αποτροπής της εισόδου των προσφύγων και των μεταναστών, για τις δολοφονίες από κρατικές και παρακρατικές ομάδες στα σύνορα.
Η ΕΕ είναι υπεύθυνη για τις δολοφονικές επαναπροωθήσεις που εκτελούνται από τον στρατό σε συνεργασία με τη Frontex και άλλους μηχανισμούς, για την εκμετάλλευση, τις ληστείες και τον εκφοβισμό σε βάρος των προσφύγων.
Η ΕΕ αντιμετωπίζει την προσφυγιά και τη μετανάστευση όχι από τη σκοπιά των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά ως πρόβλημα «άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ». Ταυτόχρονα, εντείνει τη ρατσιστική-αντιπροσφυγική προπαγάνδα χαρακτηρίζοντας τους πρόσφυγες στα επίσημα κείμενα «παράτυπους» και στα ΜΜΕ «λαθρομετανάστες», ενισχύοντας έτσι την ακροδεξιά. Παράλληλα, εφαρμόζει διαλογή-διαχωρισμό μεταναστών και προσφύγων, είτε αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες διαφορετικά με βάση τη χώρα προέλευσής τους (π.χ. δικαιώματα για πρόσφυγες από την Ουκρανία) είτε καθιερώνοντας ειδικές συμφωνίες με κράτη εκτός ΕΕ για είσοδο-εκμετάλλευση μεταναστών εργατών, πρακτική που βαφτίζεται «προώθηση της νόμιμης μετανάστευσης ατόμων με δεξιότητες που απαιτούνται στην Ευρώπη».
Πάλη ενάντια στον ρατσισμό, στην Ευρώπη-φρούριο, στην αντιλαϊκή και ρατσιστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Δικαίωμα σε χαρτιά/άσυλο, στις ελευθερίες και στα ανοιχτά σύνορα σε μετανάστες-πρόσφυγες, αξιοπρεπής στέγασή τους στις πόλεις και στα χωριά μας. Πλήρη δικαιώματα σε εργασία, παιδεία, υγεία, ελεύθερη μετακίνηση σε πρόσφυγες και μετανάστες. Κατάργηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, του περιορισμού μετακινήσεων μεταναστών και προσφύγων, της απαγόρευσης διέλευσης από τα σύνορα. Όχι στις δολοφονικές επαναπροωθήσεις, στις επιχειρήσεις αποτροπής και στα τείχη. Μέτωπο ενάντια στον φασισμό, στον ρατσισμό και στον εθνικισμό. Συλλογική και οργανωμένη λαϊκή αυτοάμυνα. Αποκάλυψη και εξάρθρωση των οργανωμένων μηχανισμών επιδρομής των νεοφασιστικών και νεοναζιστικών ομάδων ενάντια σε πρόσφυγες-μετανάστες και σε δομές του κινήματος.
12. ΕΕ: Ουσιαστική ανισότητα των φύλων, διατήρηση των διακρίσεων
Στο ζήτημα της ισότητας φύλου η ΕΕ δεν μπορεί να διασφαλίσει ουσιαστικά τίποτα στις γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙΑ+, παρά τις επίμονες προσπάθειες «ροζ ξεπλύματος» (pink washing) που επιχειρεί. Συγκεκριμένα, αν και επιβάλλει πολύ σκληρές πολιτικές λιτότητας όταν πρόκειται να επιβάλει δημοσιονομική σταθερότητα εντός της, σε ζητήματα φύλου και έμφυλων διακρίσεων περιορίζεται σε ευχολόγια.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της EUROSTAT, οι ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία εξακολουθούν να υφίστανται, με τον μέσο όρο της ΕΕ να φτάνει σε μισθολογική ανισότητα της τάξης του 36,2% (η Ελλάδα βρίσκεται σε ακόμη χειρότερη θέση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με 41,3%). Δεν είναι τυχαίο πως οι χώρες που χτυπήθηκαν βάναυσα από τις βάρβαρες ευρωενωσιακές πολιτικές λιτότητας στα χρόνια της κρίσης παρουσιάζουν ακόμα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, τα οποία εκτοξεύονται στον γυναικείο πληθυσμό.
Κι ενώ τα χρόνια των Μνημονίων άφησαν καμένη γη όσον αφορά το κράτος πρόνοιας και την πρόσβαση στην εργασία, επηρεάζοντας δυσανάλογα τις γυναίκες, η ΕΕ, παρά την επίκληση της ισότητας, δεν κάνει τίποτα σε επίπεδο εργατικής νομοθεσίας για να αμβλύνει τις έμφυλες ανισότητες. Χαρακτηριστικό είναι πως η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν αντιτίθεται σε εθνικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν απολύσεις εγκύων στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων (βλ. τη δικαίωση εταιρείας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο οποίο είχε προσφύγει απολυμένη έγκυος στην Ισπανία). Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την υποκρισία και το «ροζ ξέπλυμα» της ΕΕ, αφού σε περιπτώσεις ακραίας νεοφιλελεύθερης προσαρμογής (όπως η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων) η εθνική νομοθεσία και ακόμη και το Σύνταγμα γίνονται κουρελόχαρτα!
Αντίστοιχη περίπτωση αποτελεί το ζήτημα του δικαιώματος στην άμβλωση, στο οποίο η σκληρά παρεμβατική ΕΕ ‒όταν έχει να κάνει με επιβολή αντιλαϊκών οικονομικών πολιτικών‒ κάνει τα στραβά μάτια στα κράτη-μέλη της που δεν το διασφαλίζουν. Πρακτικά, η άμβλωση είναι εκτός νόμου στην Πολωνία και τη Μάλτα, ωστόσο δεν είναι λίγα τα κράτη-μέλη που κάνουν την πρόσβαση σε αυτήν τόσο δύσκολη, ώστε να καθίσταται εντέλει αδύνατη. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η γειτονική μας Ιταλία, όπου επιτρέπεται στους γιατρούς να αρνηθούν να προχωρήσουν σε άμβλωση «για λόγους αρχής»: το ποσοστό άρνησης έφτασε στη νότια Ιταλία το 96%, πράγμα που σημαίνει ότι μια γυναίκα αδυνατεί να αποκτήσει πρόσβαση στην υγειονομική υπηρεσία που τυπικά δικαιούται!
Παράλληλα, σε μια ΕΕ όπου το 34% των γυναικών έχει υποστεί σεξουαλική βία δεν υπάρχει καμία ουσιαστική χρηματοδότηση σε πολιτικές που θα μπορούσαν πραγματικά να προστατέψουν τα θύματα βίας, όπως ασφαλείς ξενώνες, δίκτυα προστασίας και εργασιακή αποκατάσταση με σκοπό την οικονομική τους ανεξαρτησία. Αντιθέτως, οι πολιτικές περιορίζονται στο γυναικείο επιχειρείν και στο σπάσιμο της λεγόμενης «γυάλινης οροφής», στη διασφάλιση δηλαδή της πρόσβασης των γυναικών σε ανώτερες ηγετικές και επιχειρησιακές θέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρόσφατη έκδοση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσον αφορά τις πολιτικές φύλου το ζήτημα της ισότητας αντιμετωπίζεται καθαρά με όρους αγοράς και ανταγωνιστικότητας.
Πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως, κάθε φορά που η ΕΕ και κάποια από τις κυβερνήσεις της κινείται προς την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, αυτό συμβαίνει χάρη στην πίεση που έχουν ασκήσει το κίνημα και οι οργανώσεις που παλεύουν για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ. Η ΕΕ προσπαθεί να προβληθεί ως «εγγυητής των δικαιωμάτων» για να «ξεπλύνει» τις πολιτικές της ενάντια στην κοινωνία και την εργατική τάξη, παραχωρώντας δικαιώματα που δεν «κοστίζουν» στην οικονομία και στην αστική τάξη. Το «pink washing» γίνεται στρατηγική διάφορων επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων ως άνοιγμα νέας αγοράς, εμπορευματοποίησης και κερδοφορίας. Είναι η ίδια στρατηγική με το «green washing», την προσπάθεια εταιρειών να εμφανιστούν «φιλικές προς το περιβάλλον» προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Αποδεικνύεται για μία ακόμα φορά ότι δεν μπορούν να υπάρξουν πραγματικά φεμινιστικές πολιτικές αν δεν είναι ταξικές, γι’ αυτό και το φεμινιστικό και εργατικό κίνημα δεν έχει τίποτα να περιμένει από τις αστικές κυβερνήσεις και τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις.
Αγώνας για την ισότητα των φύλων. Προστασία της γονεϊκότητας στην εργασία και των κοινωνικών παροχών, ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου, που διαλύει τις δομές κοινωνικής προστασίας. Όχι στις διακρίσεις λόγω φύλου, καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού. Χτύπημα της πατριαρχίας, δηλαδή εκείνων των σχέσεων, αντιλήψεων και πρακτικών εξουσίας που αναπαράγονται από το σύστημα, διχάζοντας τον κόσμο της εργασίας, και οδηγούν στην ένταση της έμφυλης βίας, στην αύξηση των περιστατικών κακοποίησης και των γυναικοκτονιών, στην κακοποίηση παιδιών. Ανατροπή των πολιτικών των κυβερνήσεων και της ΕΕ για τον έλεγχο των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών. Νομική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία». Να δημιουργηθούν δημόσιες και δωρεάν δομές νομικής, ψυχολογικής και ιατρικής στήριξης των θυμάτων της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας και ειδικότερα των παιδιών των φτωχών οικογενειών. Ισότιμη αναγνώριση όλων των μορφών οικογένειας, πέραν της κυρίαρχης ετερόφυλης, και ισότιμα δικαιώματα στην τεκνοθεσία.
13. Το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης. Ναι, αλλά μήπως κερδίζουμε τελικά λεφτά από τη συμμετοχή μας στην ΕΕ;
Το τελικό επιχείρημα όλων των θιασωτών της ΕΕ είναι: «Μα από την ΕΕ παίρνουμε λεφτά. Τι θα κάναμε χωρίς τα ΕΣΠΑ και τους πακτωλούς του Ταμείου Ανάκαμψης;».
Το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελούν τα δύο βασικά χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ. Αλλά, αλήθεια, πόσα χρήματα «παίρνουμε» τελικά από την ΕΕ και με ποιους όρους; Πού πηγαίνουν τα χρήματα αυτά; Τι δίνει ο λαός για να «πάρει η χώρα» τα χρήματα αυτά; Και ποιος τελικά τα παίρνει;
Γιατί η πραγματικότητα είναι πως ο λαός πληρώνει έναν βαρύ πολύπλευρο φόρο στην ΕΕ, για να γυρίσουν πολύ λιγότερα και να πάνε στις τσέπες πολύ λίγων τραπεζιτών, βιομηχάνων, καπιταλιστών, στους τομείς και με τους όρους που τους συμφέρει. Αυτός είναι ο περιβόητος «μηχανισμός των κονδυλίων της ΕΕ».
Αν πάρουμε ως παράδειγμα ένα πρόσφατο έτος, το 2022 (για το οποίο έχουν ολοκληρωθεί τα στοιχεία και τρέχει και το Ταμείο Ανάκαμψης), θα δούμε ότι το συνολικό πάρε δώσε Ελλάδας-ΕΕ, σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό (σελ. 164), είναι:
ΑΠΟΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ | ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΕ | ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ |
5.381.000.000 € | 2.700.000.000 € | 2.681.000.000 € |
Σύμφωνα λοιπόν με τα δικά τους στοιχεία, το συνολικό «όφελος» για το 2022 είναι 2.681.000.000 €.
Για να έχουμε μια «τάξη μεγέθους», το 2022 εισπράχτηκαν 65.196.000.000 € φόροι! Από αυτούς ο λαός έδωσε, μόνο από την άμεση και έμμεση φορολογία, 46.074.000.000 €! Δηλαδή οι περίφημες «εισροές από την ΕΕ» αποτελούν μόλις το 4% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού και μόλις το 5% της βαριάς άμεσης και έμμεσης φορολογίας που η εργατική τάξη και ο λαός πληρώνουν στο αστικό κράτος. Αν σκεφτούμε την πλήρη φορολογική ασυλία των μεγάλων επιχειρήσεων, καταλαβαίνει κανείς πόσο ψεύτικο είναι το επιχείρημα ότι «δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την ΕΕ».
Οι προϋπολογισμοί όμως δεν λένε όλη την αλήθεια. Γιατί, μαζί με τα ποσά που συνεισφέρει η Ελλάδα στον προϋπολογισμό της ΕΕ, πλέον, μετά την καταστροφή των Μνημονίων, τα δισεκατομμύρια για την αποπληρωμή του χρέους πηγαίνουν κατευθείαν στις τσέπες της ΕΚΤ και φουσκώνουν τα πορτοφόλια τω τραπεζιτών.
Πράγματι, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, οι δαπάνες για τόκους που αφορούν το δημόσιο χρέος για το 2024 προβλέπεται να ανέβουν στα 8.650.000.000 € (!) (αυξημένα κατά 1.650.000.000 € σε σχέση με το 2023) λόγω αύξησης των επιτοκίων (σελ. 114 του Π/Υ του 2024).
Αν λοιπόν θέλουμε να «κάνουμε τον λογαριασμό», διαπιστώνουμε ότι ο λαός πληρώνει στους ληστές των Βρυξελλών «φόρο» περίπου 6 δισ. € τον χρόνο. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει για τις διεθνείς συμμαχίες της άρχουσας τάξης, για να κερδίζει το κεφάλαιο στο εξωτερικό, για να αναβαθμίζει τον οικονομικό και γεωπολιτικό του ρόλο και κυρίως για να διαθέτει έναν μηχανισμό επιβολής στο εσωτερικό απέναντι στην εργατική τάξη, απέναντι στον λαό!
Αυτά τα ποσά γίνονται το «όχημα» για να επιβληθούν στον δικό μας λαό και στους άλλους λαούς της Ευρώπης η μόνιμη λιτότητα, το ξεπούλημα της δημόσιας υγείας και παιδείας, η πορεία προς τον πόλεμο.
Κι αυτό γιατί τα «κονδύλια της ΕΕ» συνδέονται άμεσα και συγκεκριμένα με όλο το αντεργατικό μνημονιακό πλαίσιο, τόσο στις γενικές του απαιτήσεις όσο και συγκεκριμένα σε καθένα από τα προγράμματα. Ο όρος για την εκταμίευσή τους είναι η άτεγκτη εφαρμογή τους. Έτσι, για παράδειγμα, προϋπόθεση για την «εκταμίευση» των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι η εφαρμογή όλου του «θεσμικού πλαισίου» της επιτήρησης και της επιτροπείας που οικοδομήθηκε στη μαύρη περίοδο των μνημονιακών χρόνων (των Κανονισμών 1176/2011 και 472/2013, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 του Κανονισμού 241 του ΤΑΑ).
Μέσα στην ίδια την περιγραφή των προγραμμάτων φαίνεται ότι αυτά συνοδεύονται με ιδιωτικοποιήσεις και υποχρεωτικές ΣΔΙΤ. Για παράδειγμα, στον Άξονα 1.4: «Αειφόρος χρήση των πόρων, ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή και διατήρηση της βιοποικιλότητας» ενδεικτικά προβλέπονται 200 εκατ. € για «Μεγάλες επενδύσεις σε αρδευτικά δίκτυα και συστήματα σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ)» ή ακόμα «Κατασκευή και εκσυγχρονισμός των υποδομών υδροδότησης και διαχείρισης πόσιμου νερού» όπου περιλαμβάνονται εδώ και εγκαταστάσεις αφαλάτωσης με συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ).
Η ιεράρχηση στην κατανομή των πόρων είναι χαρακτηριστική των πραγματικών προτεραιοτήτων ΕΕ και κυβερνήσεων. Από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (Άξονας 3.3) προβλέπεται 1.536.000 €, περίπου 5% του προγράμματος, για ανάγκες υγείας, ενώ για τις ιδιωτικές επενδύσεις προβλέπεται τριπλάσιο ποσό (4.821.000 € ή 15% του προγράμματος).
Τέλος, η κατανομή των κονδυλίων, ιδιαίτερα του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι προσανατολισμένη προκλητικά στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις: Το 85,9% του συνολικού ποσού των δανείων αφορά δανειοδοτήσεις μεγαλύτερες των 10 εκατ. € και αντιστοιχεί σε 63 δάνεια τα οποία έχουν λάβει μόλις 36 εταιρείες/όμιλοι! Ενώ μόλις το 0,4% αφορά δάνεια μικρότερα του 1 εκατ. € και αντιστοιχεί σε 20 δάνεια τα οποία έχουν λάβει μόλις 20 εταιρείες.
Συμπερασματικά: Τα περιβόητα «κονδύλια της ΕΕ» αποτελούν ένα ελάχιστο ποσό του προϋπολογισμού. Πληρώνονται βαριά απ’ τον λαό και μέσω αυτών επιβάλλονται αντιλαϊκοί νόμοι, καθορίζονται οι κοινωνικές προτεραιότητες, ενώ η συντριπτική πλειονότητα καταλήγει στα χέρια της άρχουσας τάξης!
14. Ο ρόλος της πάλης κατά της ΕΕ και οι λαθεμένες ή ανεπαρκείς απαντήσεις στην αριστερά
Η στάση της αριστεράς απέναντι στην αστική πολιτική στον τομέα των διεθνών σχέσεων και συμμαχιών είναι κριτήριο για τη γενικότερη αντίθεσή της στην αστική τάξη και στο εσωτερικό της κάθε χώρας.
Η ελληνική αριστερά, ηττημένη από τον Εμφύλιο και τσακισμένη από το μετεμφυλιακό αστικό κράτος, ενώ θέλησε να σταθεί σταθερά στο πλευρό των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων και είδε με καχυποψία και εχθρότητα τις πρωτοβουλίες των αστών και τις «ευλογίες» των πατρόνων της Δύσης, δεν έκανε την αναγκαία ανάγνωση αυτών των εξελίξεων, ώστε να μπορεί να διαμορφώσει μια εργατική αντικαπιταλιστική στρατηγική.
Στην πρώτη περίοδο, από την ΕΔΑ έως το παράνομο ΚΚΕ αναδείχτηκε μεν σωστά η επιδίωξη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να βάλει στο χέρι τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, καθώς και την πολιτική της ζωή, όμως υποβαθμίστηκε η επιλογή και το ταξικό συμφέρον της ίδιας της αστικής τάξης της Ελλάδας από αυτή την πορεία. Έτσι, σε διάφορες παραλλαγές, κυριάρχησε το σχήμα «εξαρτημένη Ελλάδα με ανύπαρκτη βιομηχανία και οικονομία ‒ αρπακτική ΕΟΚ». Στο πλαίσιο αυτό, υπόρρητα, διατυπωνόταν η θέση-αυταπάτη ότι το συμφέρον του συνόλου σχεδόν των κοινωνικών δυνάμεων, μαζί και της «εθνικής», «πατριωτικής» και μεσαίας αστικής τάξης, ήταν κοινό με αυτό της μάζας των αγροτών, των μικρών επαγγελματιών και της εργατικής φτωχολογιάς, σε ένα «μέτωπο κατά της εξάρτησης και της καταστροφής».
Πολύ σύντομα ωστόσο η θεώρηση αυτή, ειδικά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ και τη δημιουργία του ΚΚΕ Εσωτερικού (1968), διχάστηκε αφενός σε μια μετριασμένη εκδοχή της πάλης «ενάντια στην εξάρτηση από την ΕΕ», που εξέφραζε το ΚΚΕ (αλλά δημαγωγικά και το ΠΑΣΟΚ έως το 1981), αφετέρου στην «υπεράσπιση της ευρωπαϊκής προοπτικής», που ρητά έθετε το ΚΚΕ Εσ. ως προϋπόθεση «εκσυγχρονισμού» της χώρας. Με τη σταδιακή διολίσθηση του ΚΚΕ από τη θέση για έξοδο στην «πάλη ενάντια στις συνέπειες», αλλά και την καταιγιστική ηγεμονία του «ευρωπαϊσμού» σε όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, τον οποίο εισήγαγε εντός της αριστεράς κυρίως η λεγόμενη «ανανεωτική πτέρυγα», οι διαφορές αυτές έγιναν σχεδόν αόρατες, με αποτέλεσμα την ίδρυση το 1989 του Συνασπισμού με σύγκλιση ΚΚΕ-ΕΑΡ (διαδόχου του ΚΚΕ εσ.).
Ενώ έχουμε μια πραγματικότητα που αναδεικνύει τον βαθιά αντιδραστικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα της ΕΕ, η πλειονότητα των δυνάμεων με αναφορά στην αριστερά σε Ελλάδα και Ευρώπη αποδέχονται, στην πράξη και συχνά και στα λόγια, την ΕΕ.
Είναι υποκριτικό για μια αριστερή δύναμη να είναι κατά της απελευθέρωσης-εμπορευματοποίησης κοινωνικών αγαθών και των ιδιωτικοποιήσεων, κατά της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, και να μην προβάλλει ως άμεσο πολιτικό στόχο την αποδέσμευση από την ΕΕ, που είναι συλλογικός οργανωτής και δύναμη επιβολής όλων αυτών.
Είναι υποκριτικό να ζητάει απεμπλοκή της Ελλάδας από τον πόλεμο στην Ουκρανία ή να δηλώνει αλληλέγγυα στον παλαιστινιακό λαό και ταυτόχρονα να θεωρεί ανεπίκαιρο το ζήτημα της θέσης της χώρας στην ΕΕ, όταν η ΕΕ (αυτοτελώς ή και με το άλλο της «κοστούμι», του ΝΑΤΟ) συμμετέχει και στους δύο αυτούς πολέμους.
Είναι υποκριτικό να σηκώνει μια αριστερή δύναμη αντιφασιστικές σημαίες και να μη βλέπει ότι η ΕΕ, ταυτίζοντας τον φασισμό με τον κομμουνισμό, ξεπλένει ακριβώς τον φασισμό.
Γενικότερα, δεν νοείται επανάσταση και πορεία προς τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό εντός της ΕΕ, που είναι βασικός εγγυητής των συμφερόντων του κεφαλαίου στην Ευρώπη, παρά μόνο μέσα από τη διάλυσή της και την προοπτική μιας εργατικής διεθνιστικής ενοποίησης.
- Ορισμένα ρεύματα που αναφέρονται στην ευρύτερη αριστερά υιοθετούν το επιχείρημα ότι η ΕΕ αποτελεί αντίβαρο στις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη και στους εθνικισμούς τους. Η οικονομική και πολιτική ενοποίηση, υποτίθεται, καθιστά απαρχαιωμένους τους ανταγωνισμούς και τις συνοριακές διαφορές που είχαν ματοκυλίσει την ήπειρο για αιώνες, με αποκορύφωμα τους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Η ζωή έχει δείξει το αντίθετο. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση αναβαθμίζει τους αστικούς ανταγωνισμούς από το «τοπικό» επίπεδο και τις συνοριακές διαφορές σε παγκόσμιες συγκρούσεις, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές τελικά, για την ηγεμονία στο παγκόσμιο σύστημα. Οι παραδοσιακοί ανταγωνισμοί εντός της Ευρώπης όχι μόνο δεν σταμάτησαν να υφίστανται, αλλά παγκοσμιοποιήθηκαν με τη δημιουργία παγκόσμιων μπλοκ και τη συμμετοχή της ΕΕ στο «δυτικό» καπιταλιστικό μπλοκ, την εμπλοκή της στον πόλεμο στην Ουκρανία και στη σφαγή στην Παλαιστίνη, και μέσω του ΝΑΤΟ αλλά και με σχεδιασμένη κατεύθυνση στρατιωτικοποίησης της ίδιας της ΕΕ.
Διαμορφώνεται έτσι ένας «μεγάλος» ευρωπαϊκός εθνικισμός που συμπεριλαμβάνει αλλά και υπερβαίνει, χωρίς να καταργεί, τους «μικρούς», με συστατικά στοιχεία την ισχυροποίηση της ΕΕ πολιτικά και στρατιωτικά, την πολεμική αναβάθμισή της και την πιο ενεργή συμμετοχή της στο «δυτικό» μπλοκ, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, την ισλαμοφοβία και τη Ρωσοφοβία.
- Άλλες αριστερές δυνάμεις αρνούνται να συγκρουστούν με την ΕΕ, στο όνομα της αντίθεσης στον ακροδεξιό «ευρωσκεπτικισμό» και για να μην ταυτιστούν μαζί του.
Είναι αλήθεια ότι η ακροδεξιά προσπαθεί να καρπωθεί το πλατύ λαϊκό ρεύμα δυσαρέσκειας ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, στις επιπτώσεις που έχουν στην εργατική τάξη, στα φτωχά λαϊκά στρώματα και στους αγρότες. Η «αντίθεσή» της όμως γίνεται από τη σκοπιά της «εθνικής» διαπραγμάτευσης της αστικής τάξης σε κάθε χώρα όπου δρα. Επομένως η πολιτική της είναι βαθιά αντεργατική, εθνικιστική και ρατσιστική, ενώ φροντίζει να προσαρμόζεται ανάλογα, είτε όταν συμμετέχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας είτε όταν συγκροτεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Τότε, απορρίπτει κάθε ιδέα σύγκρουσης με την ΕΕ (Μελόνι στην Ιταλία, Λεπέν στη Γαλλία).
- Πολιτικό σεισμό στην ΕΕ προκάλεσε το Brexit, όπου το 51,9% των ψηφοφόρων στο Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Σε μια από τις βασικές κοιτίδες του νεοφιλελευθερισμού, μια θυμωμένη εργατική τάξη, απειλούμενη από την εργασιακή ανασφάλεια, τη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής στις μεγαλουπόλεις και την υποβάθμιση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, ψήφισε μαζικά ενάντια στην ΕΕ. O βρετανικός λαός ψήφισε κυρίως κάτω από τις φτερούγες ενός αστικού εθνικισμού. Αυτό όμως αναδεικνύει κυρίως τις ευθύνες της αριστεράς και όχι του λαού.
Η αριστερά (στις κύριες εκδοχές της) στην Ευρώπη έσπευσε να κουνήσει το δάχτυλο στους εργάτες της Βρετανίας που ψήφισαν ενάντια στους δυνάστες τους ‒ με ηγεμονία αστικών αντιλήψεων, ελλείψει αριστερών ταξικών εναλλακτικών. Ένα κομμάτι της αριστεράς που πιστεύει σε μια καλύτερη ΕΕ μέσω της μεταρρύθμισής της επέλεξε να στηρίξει την παραμονή σε αυτή δικαιολογώντας τη στάση της με το ότι δεν θα ήθελε να ταυτιστεί με τον ρατσιστικό λόγο της επίσημης καμπάνιας για την έξοδο. Αλλά και δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στο Ηνωμένο Βασίλειο που ήταν κατά της ΕΕ δεν πρόβαλαν αυτή την εναντίωση, υπό τον φόβο της ταύτισης με τον συντηρητικό και ακροδεξιό λόγο. Έπειτα από διαπραγματεύσεις χρόνων η ΕΕ και η βρετανική κυβέρνηση κατέληξαν σε μια συμφωνία για τη μετα-Brexit εποχή. Στο εμπορικό κομμάτι η συμφωνία αφήνει την κατάσταση περίπου ίδια. Στο θέμα της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων, το πρόσημο παραμένει ταξικό.
Οι υπερασπιστές της ΕΕ προβάλλουν σήμερα ως επιχείρημα υπέρ της ΕΕ το Brexit, παρουσιάζοντας π.χ. σκηνές χάους στη Βρετανία λόγω ελλείψεων σε καύσιμα στην περίοδο της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο η κύρια αιτία γι’ αυτή την κρίση στις εφοδιαστικές αλυσίδες στα καύσιμα ‒και όχι μόνο‒ εντοπιζόταν στην έλλειψη οδηγών βαρέων οχημάτων και το πρόβλημα στη Βρετανία δεν έγκειτο στην έξοδο από την ΕΕ, αλλά στην αντιμεταναστευτική και αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης του Μπόρις Τζόνσον. Το Brexit αναδεικνύει πως αποχώρηση από την ΕΕ με προοδευτικό πρόσημο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς ηγεμονία των ριζοσπαστικών αριστερών απόψεων.
Η αντιπαράθεση της αριστεράς με την ΕΕ πρέπει να γίνεται από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, με προοπτική την εργατική τάξη στην εξουσία σε μια νέα σοσιαλιστική και κομμουνιστική διεθνοποίηση. Η αποδοχή του ευρωμονόδρομου από την αριστερά, αντί να περιορίζει την ακροδεξιά, την αφήνει να εκφράζει αυτή τη δυσαρέσκεια κατά της ΕΕ στο πλαίσιο ενός κάλπικου «αντισυστημισμού», εκτρέποντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς εθνικιστική κατεύθυνση.
- Τέλος, από άλλα τμήματα της αριστεράς η ΕΕ παρουσιάζεται ‒στο πλαίσιο της ευρύτερης «Δύσης»‒ ως ο κόσμος της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της «συμπερίληψης» και των «ατομικών δικαιωμάτων». Ανακαλύπτεται έτσι ένα ακόμα πρόσχημα για την υποταγή τους στην ΕΕ, στο όνομα του διαφωτισμού, της ανεξιθρησκίας, της προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Ωστόσο η τυπική ισότητα απέναντι στον νόμο, οι τυπικοί δημοκρατικοί κανόνες και θεσμοί, η τυπική κατοχύρωση του ενός ή του άλλου ατομικού δικαιώματος, η τυπική ελευθερία τού συνέρχεσθαι με δυσκολία αποκρύπτουν την πραγματική κατάσταση: τη βάναυση καταπάτηση ακόμα και των ίδιων των συνταγματικών κανόνων, την περιφρόνηση των δημοψηφισμάτων, τον αυταρχισμό και την καταστολή, την απαγόρευση των διαδηλώσεων υπέρ της Παλαιστίνης (Γαλλία), την εθνοθρησκευτική καταπίεση μειονοτήτων και μεταναστών/ριών, την περικοπή ή και κατάργηση κοινωνικών δικαιωμάτων, που συνθλίβουν την εργαζόμενη πλειονότητα ‒ και ακόμα περισσότερο τις γυναίκες, τη νεολαία, τις μειονότητες.
Καθώς οι εξελίξεις καταδεικνύουν την ταχεία εξέλιξη του αντεργατικού, πολεμικού, αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της ΕΕ, ο «φιλοευρωπαϊσμός» των αστικών κομμάτων, αλλά και της λεγόμενης «ευρωπαϊκής αριστεράς» μπαίνει σε κρίση.
Στο πλαίσιο αυτό, σε ό,τι αφορά τον συντηρητικό χώρο έχουμε ενίσχυση ή και προβάδισμα της ακροδεξιάς, που πλέον ενσωματώνεται στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα και στους θεσμούς της ΕΕ (βλ. Μελόνι) και σε τελική ανάλυση το υπηρετεί υποσχόμενη μια «μεγαλύτερη εθνική διαπραγμάτευση» και μετάβαση στην «Ευρώπη των Εθνών».
Στον χώρο της ρεφορμιστικής αριστεράς αναπτύσσονται δειλά κάποιες κριτικές όχι ως προς τον συνολικό χαρακτήρα της ΕΕ, αλλά ως προς τις «συνέπειες» των πολιτικών της, διεκδικώντας κάποιες διορθώσεις είτε προς «περισσότερο πολιτική ενοποίηση με όρους δικαιοσύνης, και όχι μόνο οικονομική» (π.χ. ΜέΡΑ25) είτε με «περισσότερη εθνική διεκδίκηση» και στόχους που αφορούν «εξαιρέσεις» σε διάφορα πεδία (π.χ. Μελανσόν στη Γαλλία, Βάγκενετ στη Γερμανία) ή το ζήτημα του νομίσματος αποσπασμένα από τα υπόλοιπα θέματα (ΛΑΕ παλιότερα).
Πρακτικά, στην Ελλάδα ΣΥΡΙΖΑ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά και ΜέΡΑ25 με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιμένουν να στηρίζουν μια «καλύτερη» Ευρωπαϊκή Ένωση, με διάφορους αστερίσκους και υποσημειώσεις.
Το ΚΚΕ τοποθετείται ενάντια στην ΕΕ, ωστόσο στην πράξη όχι μόνο δεν θέτει ως πολιτικό στόχο την έξοδο από αυτήν, αλλά προτάσσει τους «κινδύνους που αυτή θα έχει σήμερα», συντασσόμενο σε κρίσιμες καμπές με την κυρίαρχη πολιτική (Δημοψήφισμα 2015).
15. Αγώνας κατά του κεφαλαίου και της ΕΕ
Η θέση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση συνοψίζεται στο τρίπτυχο: Απειθαρχία στο καθεστώς δημοσιονομικής «σταθερότητας» και του πολέμου ‒ Συνολική σύγκρουση ‒ Έξοδος από την ΕΕ.
Είναι θέση που συνδέει την ανάγκη της συσπείρωσης των μαχόμενων δυνάμεων που γεννιούνται μέσα στη συνειδητοποίηση των τραγικών επιπτώσεων του σφαγείου της ΕΕ με την κομμουνιστική διεθνιστική προοπτική στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Ο διεθνιστικός στόχος της διάλυσης της ΕΕ του κεφαλαίου, του αυταρχισμού, του ρατσισμού και του πολέμου ‒για μια άλλη διεθνοποίηση αλληλεγγύης σε σοσιαλιστική και κομμουνιστική κατεύθυνση‒ περνάει σήμερα από την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση κάθε χώρας.
Η ΕΕ συνιστά το «Γενικό Επιτελείο» σε οικονομικό, θεσμικό/πολιτειακό και στρατιωτικό επίπεδο των αστικών τάξεων και κυβερνήσεων στην Ευρώπη. Ειδικότερα για την Ελλάδα, την ένταξη και παραμονή στην ΕΕ την έχει ανάγκη μόνο η αστική τάξη και όχι η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία.
Η υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, και πολύ περισσότερο μια αντικαπιταλιστική επαναστατική τομή, στην Ελλάδα είναι αδύνατη χωρίς το κόψιμο του «ομφάλιου λώρου» που συνδέει την αστική τάξη της χώρας με το στρατηγείο της ΕΕ, δηλαδή την έξοδο από αυτήν. Από την άλλη, η διάλυση της ΕΕ είναι αναγκαίος όρος για μια σοσιαλιστική-κομμουνιστική διεθνοποίηση της Ευρώπης. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να υπάρξει φαντασιακά ως μια «ταυτόχρονη» διάλυση (αδύνατη για λόγους πολιτικής, οικονομικής ανισομετρίας), αλλά μέσα από την ήττα της αστικής στρατηγικής σε κάθε χώρα, που για την Ελλάδα και άλλες χώρες της δεύτερης και τρίτης ταχύτητας σημαίνει έξοδος από αυτή.
Για το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση η έξοδος από την ΕΕ είναι αναγκαία αφετηρία για την εργατική εξουσία, την πορεία προς τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική, αλλά και για την άμεση ανάσχεση της επιδείνωσης της θέσης της εργατικής τάξης, των φτωχών αγροτών και άλλων λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα.
Στόχος μας με την έξοδο δεν είναι «να σωθεί η χώρα» γενικά. Ούτε να καταστούν «εξαγώγιμα» τα προϊόντα καπιταλιστικών επιχειρήσεων με κινεζικούς μισθούς. Ο λαός δικαιούται να ζήσει καλύτεραˑ μια ζωή με δικαιώματα, με αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και με πραγματική δημοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί. Σημαίνει άμεση αναίρεση και ανατροπή του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, δηλαδή εθνικοποίηση όλων των στρατηγικών κλάδων και επιχειρήσεων. Απαιτείται ριζική ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου, με χτύπημα του μεγάλου κεφαλαίου και κλονισμό της κυριαρχίας του.
Η πάλη για απειθαρχία-ρήξη-αποδέσμευση δεν είναι για το μέλλον, είναι για το τώρα, καθώς η ΕΕ και οι πολιτικές της ‒ενάντιες σε κάθε λαϊκή διεκδίκηση‒ βρίσκονται πίσω από κάθε κυβερνητική πολιτική. Η λογική ότι τώρα παλεύουμε για τις συνέπειες και βλέπουμε για την αποδέσμευση, λογική την οποία ακολουθεί στην πράξη όλη η αριστερά (από το ΜέΡΑ25 ως το ΚΚΕ), πρακτικά αποφεύγει το σκληρό στρατηγικό ερώτημα.
Λέμε όχι στις αυταπάτες ότι η ΕΕ «μεταρρυθμίζεται», ότι μπορεί να μετασχηματιστεί σε «κοινωνική Ευρώπη», σε «πράσινη Ευρώπη», σε «Ευρώπη των λαών», του «νέου κοινωνικού κεϊνσιανού συμβολαίου», σε «εναλλακτικό πόλο ειρήνης». ΕΕ και ΝΑΤΟ είναι δύο όψεις του ίδιου αιματοβαμμένου ιμπεριαλιστικού νομίσματος. Είναι η ΕΕ των πολυεθνικών, της εκμετάλλευσης, του πολέμου, του ρατσισμού, της φασιστικής απειλής, της περιβαλλοντικής και κλιματικής καταστροφής.
Η όξυνση της ταξικής πάλης θα κορυφωθεί σε ενδεχόμενη αποχώρηση από την ΕΕ. Ο ανασχεδιασμός της παραγωγικής διάρθρωσης και του προσανατολισμού της οικονομίας με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες, με εθνικοποίηση των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και στους τρεις τομείς της οικονομίας (αγροτική παραγωγή, βιομηχανία, υπηρεσίες) και επιβολή εργατικού ελέγχου με προοπτική την πλήρη κοινωνικοποίησή τους είναι η κατεύθυνση που συμφέρει την κοινωνική πλειονότητα και έχει το δικαίωμα να την επιβάλει. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με γενικευμένο, αποφασιστικό, κοινωνικό και πολιτικό αγώνα που θα στοχεύει πολιτικά αστικές κυβερνήσεις, κεφάλαιο και ΕΕ ‒ και στο σύνολό του το πρόγραμμα αυτό μπορεί να υλοποιηθεί από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Μια ανατροπή αυτού του τύπου στην Ελλάδα μπορεί να πυροδοτήσει ανατροπές και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και να δημιουργήσει τελικά πολιτικές προϋποθέσεις για μια σοσιαλιστική-κομμουνιστική διεθνοποίηση. Μια πραγματικά ελεύθερη Ευρώπη, απαλλαγμένη από τους εθνικισμούς, τον πόλεμο και τον θρησκευτικό φανατισμό, μπορεί να είναι μόνο η Ευρώπη που καταργεί την ανισοτιμία και τους ανταγωνισμούς των λαώνˑ μια Ευρώπη που υψώνεται πάνω από τη βάση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, με την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτό είναι το δικό μας όραμα για την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο.
Στο ψευτοδίλημμα «ΕΕ ή εθνική απομόνωση και αναδίπλωση», που είναι η μόνιμη επωδός της προπαγανδιστικής μυθολογίας των αστικών κυβερνήσεων και κομμάτων, εμείς απαντάμε: «Έξοδος από την ΕΕ, πιο κοντά με τους λαούς της Ευρώπης, όλο και πιο μακριά από τους δυνάστες μας, που μας σέρνουν σε πόλεμο και κοινωνική καταστροφή».
ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση
Απρίλιος 2024