Οι ενέργειες
των ΗΠΑ στην Ταϊβάν και στη Νότια Σινική Θάλασσα δύσκολα μπορούν να
συνεισφέρουν στην διατήρηση της σταθερότητας στη περιοχή, σύμφωνα με σημερινή
δήλωση ενός Κινέζου ανώτερου στρατιωτικού αξιωματούχου, που απάντησε σε σχόλια
του υπηρεσιακού υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Πάτρικ Σάναχαν.
«Ο [Σάναχαν]
εκφράζει απόψεις που δεν είναι σωστές κι επαναλαμβάνει την παλιά γλώσσα για
ζητήματα της Ταϊβάν, αλλά και της Νότιας Σινικής Θάλασσας», δήλωσε ο Σάο
Γουαμίνγκ, υψηλόβαθμος αξιωματικός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της
Κίνας.
«Αυτό προκαλεί
ζημιά στην περιφερειακή ειρήνη και την σταθερότητα», συμπλήρωσε ο ίδιος
αξιωματικός προσθέτοντας ότι η Κίνα θα υπερασπιστεί την κυριαρχία της με
οποιοδήποτε κόστος αν κάποιος προσπαθήσει να αποσπάσει την Ταϊβάν από την
επικράτειά της.
Οι ΗΠΑ
«παίζουν παιχνίδια με τη φωτιά», με τη στήριξή τους για μια ανεξάρτητη Ταϊβάν,
ανακοίνωσε η Κίνα την Πέμπτη, σε οργισμένα σχόλια εν όψει της συνάντησης την
Παρασκευή μεταξύ του Κινέζου υπουργού Άμυνας, Γουέι Φένγκε, και του Αμερικανού
ομολόγου του, Πάτρικ Σάναχαν.
Κίνα και ΗΠΑ,
που έχουν εμπλακεί σε έναν εμπορικό πόλεμο που ολοένα κλιμακώνεται,
αντιπαρατίθενται επίσης σε μια σειρά στρατηγικών ζητημάτων, από τη
διαφιλονικούμενη Θάλασσα Νότιας Κίνας μέχρι την Ταϊβάν, την οποία η Κίνα θεωρεί
αποσχισθείσα επαρχία, την οποία, εάν χρειαστεί, προτίθεται να καταλάβει δια της
βίας.
Η Ταϊβάν από
την πλευρά της έχει επίσημη ονομασία «Δημοκρατία της Κίνας», ισχυριζόμενη ότι
είναι το νόμιμο κινεζικό κράτος πριν αναλάβουν την εξουσία οι κομμουνιστές.
Ως ανεξάρτητο
κράτος με το όνομα «Δημοκρατία της Κίνας» αναγνωρίζεται μόνο από 20 κράτη
(2017).
Δεν
αναγνωρίζεται από τις περισσότερες χώρες και διεθνείς οργανισμούς διότι η Λαϊκή
Δημοκρατία της Κίνας επιμένει να τη θεωρεί επαρχία της.
Η Ταϊβάν όμως
διατηρεί στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία αλλά και με πολλές Ευρωπαϊκές
χώρες.
Το αν η Ταϊβάν
ως Δημοκρατία της Κίνας πληροί όλες τις προϋποθέσεις της συνθήκης του
Μοντεβίδεο για τη δίκαιη θεώρησή της ως κυρίαρχο κράτος, δηλαδή: α) μόνιμο
πληθυσμό, β) καθορισμένη έκταση, γ) ενεργή κυβέρνηση και δ) ικανότητα να
διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με άλλα κράτη, είναι ένα μείζον διεθνές πολιτικό
θέμα, αντικείμενο θερμών πολιτικών συζητήσεων και επιχειρημάτων.
Η Κίνα έχει
ενοχληθεί ιδιαίτερα από τις πρόσφατες περιπολίες του αμερικανικού πολεμικού
ναυτικού στα Στενά της Ταϊβάν, αμερικανικά νομοσχέδια προς υποστήριξη της
Ταϊβάν και μια συνάντηση μεταξύ του επικεφαλής εθνικής ασφαλείας της Ταϊβάν,
Ντέιβιντ Λι, και του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου των ΗΠΑ, Τζον
Μπόλτον.
Μιλώντας σε
τακτική μηνιαία ενημέρωση, ο Γου Κιάν, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου
Άμυνας, περιέγραψε τις στρατιωτικές σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον ως
γενικά καλές.
Ωστόσο
υιοθέτησε πολύ πιο «σκοτεινό» τόνο όταν ρωτήθηκε για την αμερικανική υποστήριξη
προς την Ταϊβάν, ένα ζήτημα το οποίο η Κίνα έχει επανειλημμένα χαρακτηρίσει ως
το πλέον ευαίσθητο στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
«Πρόσφατα, οι
δύο πλευρές παίζουν συνέχεια το “χαρτί της Ταϊβάν”, προσπαθώντας μάταια να
χρησιμοποιήσουν την Ταϊβάν για να ελέγξουν την Κίνα.
»Αυτό είναι
πλάνη. Η σειρά ενεργειών στις οποίες έχει προβεί η αμερικανική πλευρά αποτελούν
παιχνίδια με τη φωτιά, βλάπτουν σοβαρά την ανάπτυξη των στρατιωτικών σχέσεων
μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ και βλάπτουν σοβαρά την ειρήνη και τη σταθερότητα στην
περιοχή των Στενών της Ταϊβάν».
Οι ένοπλες
δυνάμεις της Ταϊβάν πραγματοποίησαν άσκηση απόκρουσης δύναμης εισβολής την
Πέμπτη, με τον υπουργό Άμυνας της χώρας να δεσμεύεται να υπερασπιστεί τη χώρα
ενάντια σε αυτό που εκλαμβάνει ως αυξανόμενη κινεζική στρατιωτική απειλή.
Η Ουάσιγκτον
δεν έχει επίσημους δεσμούς με την Ταϊπέι, αλλά είναι ο πιο σημαντικός της
διεθνής εταίρος και βασικός προμηθευτής εξοπλισμών.
Ιστορικά
στοιχεία
Το 1912
καταλύθηκε το αυτοκρατορικό πολίτευμα στην Κίνα και η χώρα ανακηρύχθηκε
δημοκρατία στις 12 Μαρτίου στην πόλη Ναντσίνγκ με πρόεδρο τον Σον Γιάτ Σεν.
Παράλληλα,
υπήρχαν διάφοροι τοπικοί κυβερνήτες, οι οποίοι εξουσίαζαν μια ορισμένη περιοχή
ο καθένας και εισέπρατταν τους φόρους για λογαριασμό τους, με ιδιωτικούς
στρατούς και που ο καθένας τους προσπαθούσε να επεκτείνει την περιοχή του σε
βάρος των άλλων, υποδαυλιζόμενος από τους Ευρωπαίους.
Την οξύτητα
αυτή σταμάτησε το 1927 ο Τσαν Κάι Σεκ, όταν με το Κουομιντάνγκ κατέλαβε την
εξουσία.
Οι Ιάπωνες,
εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες αυτές, εισέβαλαν στη Μαντζουρία το 1931 και
ίδρυσαν το κράτος του Μαντσουκούο.
Η ηγεσία του
Κουομιντάνγκ, αντί να οργανώσει την αντίσταση της χώρας, στράφηκε εναντίον των
οπαδών του Μάο Τσετούνγκ και έτσι επήλθε η διάσπαση του Κουομιντάνγκ.
Τελικά οι
Ιάπωνες, το 1937, κατέλαβαν ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Κίνας.
Στο διάστημα
μεταξύ του 1937 και του 1942 έγιναν πολλές προσπάθειες να ενωθούν τα δύο
κινήματα του Κουομιντάνγκ κι εκείνου στο οποίο είχε την ηγεσία το κομμουνιστικό
κόμμα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το 1946
οδηγήθηκαν σε σύγκρουση, που τέλειωσε με τη νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ, ενώ ο Τσιαν
Κάι Σεκ αναγκάστηκε να περάσει στο νησί Ταϊβάν και ίδρυσε το 1949 την
Δημοκρατία της Κίνας.
Μεταξύ ενάμιση
και δύο εκατομμύρια πρόσφυγες, ως επί το πλείστον στρατιώτες, τον ακολούθησαν
από την ηπειρωτική Κίνα.
Το
Κουομιντάνγκ από αυτό το σημείο και μετά έλεγχε στρατιωτικά την Ταϊβάν, τις
νήσους Τσιν μεν και Μάτσου, μαζί με τις νήσους Πράτας και Νάνσα, ενώ υποστήριζε
ότι στην πραγματικότητα διοικούσε ολόκληρη τη Κίνα.
Από την άλλη
μεριά, οι κομμουνιστές υποστήριζαν ότι αυτοί διοικούσαν τη Κίνα μαζί με τη
Ταϊβάν και πως δεν υπήρχε Δημοκρατία της Κίνας.
Μέρος δε
ταϊβανών που ήλπισαν με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου σε μία τοπική
κυβέρνηση, είδαν τις ελπίδες τους να σβήνουν, έπειτα και από την γενικευμένη
καταστολή που ξεκίνησε με τα θλιβερά γεγονότα της 28ης Φεβρουαρίου 1947.
Τα γεγονότα
αυτά είναι κοινώς αποδεκτά στην Ταϊβάν ως 228 Incident ή και ως 2/28.
Η κυβέρνηση
της Δημοκρατίας της Κίνας με ηγέτη τον στρατηλάτη Τσιαν Κάι Σεκ, κατέστη όλο
και πιο δικτατορική, επιβάλλοντας το 1949 στρατιωτικό νόμο που ίσχυε μέχρι το
1987, ως τρόπος για να καταστείλει την οποιαδήποτε αντίδραση της
αντιπολίτευσης. Αυτή η περίοδος έγινε γνωστή ως Λευκή τρομοκρατία.
Τη δεκαετία
του 1950, κι ενώ η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των εθνικιστών και των
κομμουνιστών συνεχιζόταν, τα παράκτια στην Κίνα νησιά Τσιν μεν βομβαρδίστηκαν
επί μήνες από το κινεζικό πυροβολικό, χωρίς όμως να καταφέρει η Κίνα να τα
προσαρτήσει.
Κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και 1970, η Δημοκρατία της Κίνας διατήρησε ένα
αυταρχικό καθεστώς ενώ η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, γνωστή ως θαύμα της
Ταϊβάν, ήταν το αποτέλεσμα του φορολογικού καθεστώτος, ανεξάρτητο από την
ηπειρωτική Κίνα, και υποστηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, από τις ΗΠΑ με τη ζήτηση
ταϊβανικών προϊόντων και επιχορηγήσεις.
Αποτέλεσμα
αυτών των δράσεων ήταν η Ταϊβάν να γίνει η δεύτερη πιο ταχέως αναπτυσσόμενη
οικονομία της Ασίας μετά την Ιαπωνία.
Μετά το θάνατο
του Τσιαν Κάι Σεκ το 1975, πρόεδρος έγινε ο γιος του Τσιαν Τσιν Κούο, ο οποίος
ξεκίνησε μεταρρυθμίσεις.
Το 1987, ο
στρατιωτικός νόμος άρθηκε. Η διαδικασία εκδημοκρατισμού και ο εκλογικός νόμος
του 1996 οδήγησαν τελικά στις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές με καθολική
συμμετοχή όλων των ενήλικων πολιτών.
Ο πρώτος
εκλεγμένος από το λαό πρόεδρος αλλά και γεννημένος στην Ταϊβάν, Λι Τεν Χουί
(Lee Teng-Hui, γεν. 1923), άρχισε τον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Ο Λι συνολικά
διατέλεσε πρόεδρος από το 1988 έως το 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου